εξηγώ

From LSJ
Revision as of 18:00, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source

Greek Monolingual

και ξηγώ, -άω (AM ἐξηγῶ, -έω, Α και ἐξηγοῡμαι, -έομαι)
1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.)
2. μεταφράζω
νεοελλ.
1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῦ Ηλίου»)
2. μέσ. δίνω εξηγήσεις για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις (εξηγήθηκα με τον συνεταίρο μου»)
3. ζητώ συγγνώμη
μσν.
1. μνημονεύω, αναφέρω
2. ορίζω, καθορίζω
αρχ.-μσν.
περιγράφω, διηγούμαι με λεπτομέρειες («τοιαῡτ' ἐμοῡ λόγοισιν ἐξηγουμένου», Αισχύλ.)
αρχ.
1. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι («τῶν δ' ἐξηγείσθω», Ομ. Ιλ.)
2. κατέχω κάτι, έχω στην κυριαρχία μου («εξηγοῡμαι τοῦ θρόνου»)
3. κυβερνώ, διοικώ
4. προηγούμαι, προπορεύομαι
5. δείχνω τον δρόμο, καθοδηγώ («ἅ δ' ἑκάτεροι ἐξηγεῑσθε τοῖς συμμάχοις», Θουκ.)
6. οδηγώ στράτευμα ως αρχηγός
7. υπαγορεύω σε κάποιον επίσημο κείμενο («αὐτὸς ἐξηγεῑτο τὸν νόμον [τοῦτον] τῷ κήρυκι», Δημοσθ.)
8. διατάζω («ποιἡσουσι τοῦτο, τὸ ἄν ἐκεῑνος ἐξηγέηται», Ηρόδ.)
9. (για μάντη) υποδεικνύω, συμβουλεύω («ὁ μάντις ἐξηγεῑτό σοι μητροκτονεῑν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ηγώ, μόνο εν συνθέσει < ηγούμαι].