σύνεση

From LSJ
Revision as of 18:45, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source

Greek Monolingual

η / σύνεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α συνίημι
φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ.
γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)
νεοελλ.
φρ. «σχήμα κατά σύνεσιν» — το σχήμα κατά το νοούμενον, κατά το οποίο η συμφωνία όρου μιας πρότασης με άλλον όρο γίνεται με βάση αυτό που δηλώνει και όχι με τον γραμματικό του τύπο
μσν.
1. ικανότητα, δεξιότητα («γενναῑος παλαιστής, μέγας ὤν τῇ συνέσει καὶ τῇ ἀνδρείᾳ», Αθανασ.)
2. έννοια, σημασία («ἐπὶ τῷ γνῶναι καὶ ὑμῡς τοῦ μυστηρίου τὴν σύνεσιν», Θεόδ. Μοψ.)
3. ένστικτο («τὴν ἐν αὐτοῑς τοῖς ζῴοις δεδομένην σύνεσιν πρὸς τὸ γεννᾱν καὶ ἐκτρέφειν» Θεοφρ. Αντ.)
4. απόφασηκατά γε τὴν τοῦ λαοῡ καὶ τῆς ἡμετέρας προαιρέσεως σύνεσίν τε καὶ βούλησιν», Ευσ.)
5. συγκατάθεση
6. γραμμ. υπόταξη, συνδυασμός προτάσεων
7. (ως τιμητική προσφώνηση) η σωφροσύνη σου («τὰ γραφέντα παρά τῆς ὑμετέρας συνέσεως», Ευσ.)
μσν.-αρχ.
η αντιληπτική ικανότητα, η ευφυΐα, το να κατανοεί εύκολα κανείς κάτι σε αντιδιαστολή πρός τη σοφία, τη γνώση της αλήθειας (α. «σοφίας μὲν γὰρ πνεῦμα Σολομῶν ἔσχε, συνέσεως δὲ καὶ βουλῆς Δανιήλ», Ιουστίν.
β. «ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν καταργήσω», ΠΔ)
αρχ.
1. (για ποταμούς ή γραμμές) συνάντηση, συμβολή
2. η συνείδηση («οὐδεὶς οὕτως οὔτε μάρτυς ἐστὶ φοβερὸς οὔτε κατήγορος δεινὸς ὡς ἡ σύνεσις ἡ ἐγκατοικοῡσα ταῑς ἑκάστων ψυχαῑς», Πολύβ.)
3. η γνώση, σε αντιδιαστολή προς την άγνοια
4. κλάδος τέχνης ή επιστήμης
5. αναφορά, έκθεση.

Greek Monolingual

η / σύνεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α συνίημι
φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ.
γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)
νεοελλ.
φρ. «σχήμα κατά σύνεσιν» — το σχήμα κατά το νοούμενον, κατά το οποίο η συμφωνία όρου μιας πρότασης με άλλον όρο γίνεται με βάση αυτό που δηλώνει και όχι με τον γραμματικό του τύπο
μσν.
1. ικανότητα, δεξιότητα («γενναῑος παλαιστής, μέγας ὤν τῇ συνέσει καὶ τῇ ἀνδρείᾳ», Αθανασ.)
2. έννοια, σημασία («ἐπὶ τῷ γνῶναι καὶ ὑμῡς τοῦ μυστηρίου τὴν σύνεσιν», Θεόδ. Μοψ.)
3. ένστικτο («τὴν ἐν αὐτοῑς τοῖς ζῴοις δεδομένην σύνεσιν πρὸς τὸ γεννᾱν καὶ ἐκτρέφειν» Θεοφρ. Αντ.)
4. απόφασηκατά γε τὴν τοῦ λαοῡ καὶ τῆς ἡμετέρας προαιρέσεως σύνεσίν τε καὶ βούλησιν», Ευσ.)
5. συγκατάθεση
6. γραμμ. υπόταξη, συνδυασμός προτάσεων
7. (ως τιμητική προσφώνηση) η σωφροσύνη σου («τὰ γραφέντα παρά τῆς ὑμετέρας συνέσεως», Ευσ.)
μσν.-αρχ.
η αντιληπτική ικανότητα, η ευφυΐα, το να κατανοεί εύκολα κανείς κάτι σε αντιδιαστολή πρός τη σοφία, τη γνώση της αλήθειας (α. «σοφίας μὲν γὰρ πνεῦμα Σολομῶν ἔσχε, συνέσεως δὲ καὶ βουλῆς Δανιήλ», Ιουστίν.
β. «ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν καταργήσω», ΠΔ)
αρχ.
1. (για ποταμούς ή γραμμές) συνάντηση, συμβολή
2. η συνείδηση («οὐδεὶς οὕτως οὔτε μάρτυς ἐστὶ φοβερὸς οὔτε κατήγορος δεινὸς ὡς ἡ σύνεσις ἡ ἐγκατοικοῡσα ταῑς ἑκάστων ψυχαῑς», Πολύβ.)
3. η γνώση, σε αντιδιαστολή προς την άγνοια
4. κλάδος τέχνης ή επιστήμης
5. αναφορά, έκθεση.