Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γαμικός

From LSJ
Revision as of 13:16, 1 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰμικός Medium diacritics: γαμικός Low diacritics: γαμικός Capitals: ΓΑΜΙΚΟΣ
Transliteration A: gamikós Transliteration B: gamikos Transliteration C: gamikos Beta Code: gamiko/s

English (LSJ)

ή, όν,
A of or for marriage, νόμοι Pl.Lg.721a; γαμικὴ ὁμιλία = connubial intercourse, Arist.Pol.1334b32; γαμικὸς ὑμέναιος Pherecr. 12 D.; γαμικὸς ὕμνος = a bridal song, Hippoloch. ap. Ath.4.130a, Porph.Marc.2; γαμικὴ συγγραφή POxy.1473.25 (iii A. D.); τὰ γαμικά = bridal, wedding, Th.2.15; questions of marriage-rights, Id.6.6, cf. Arist.Pol. 1304a14. Adv. γαμικῶς ἑστιᾶν = feast as at a wedding, Id.EN1123a22.
2 γαμικόν, τό, marriage-contract, POxy.903.17 (iv A. D.).
II of persons, of marriageable age, Epigr.Gr.288.7 (Cyprus): pr. n. in IG14.496.

German (Pape)

[Seite 473] 1) hochzeitlich, ὕμνος, συμπόσιον, Ath. IV, 130 a V, 188 b. – 2) die Ehe betreffend, νόμοι Plat. Legg. IV, 721 a; τὰ γαμικά, Hochzeit, Ehe, Thuc. 2, 15. 6, 6; Arist. Pol. 5, 4; γαμικῶς ἑστιᾶν, hochzeitlich bewirthen, Eth. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

γαμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γάμον, νόμοι Πλάτ. Νόμ. 712Α · γ. ὁμιλία, ἡ σαρκικὴ μῖξις, Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 1 · γ. ὕμνος, γαμήλιον ᾆσμα, Ἱππόλοχ. παρ ᾽ Ἀθην. 130Α · τά γαμ., ὁ γάμος, Λατ. nuptiae, Θουκ. 2. 15., 6. 6. ― Ἐπίρρ., γαμικῶς ἑστιᾶν, ὡς εἰς γάμον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν ἡλικίᾳ γάμου ὤν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2647, πρβλ. 5719. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς τὴν γυναῖκά του, Χρησμ. Σιβ. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le mariage ; τὰ γαμικά THC mariage, noces.
Étymologie: γάμος.

Spanish (DGE)

(γᾰμῐκός) -ή, -όν
I de cosas y abstr.
1 relativo a la boda, nupcial ὑμέναιον Pherecr.205, μέλη Phryn.PS 58, ὕμνον Ath.130a, Porph.Marc.2, χλανίς Ar.Au.1693, στολή Chares 4, δεῖπνα Plu.2.666d, συμπόσιον Ath.188b, κλίνη ... γ. cama nupcial Poll.3.143, χρῖσμα Philostr.VA 3.1, διασκευή Gr.Nyss.Hom.in Cant.180.10, γαμικὰ ... ἀναλώματα = gastos de boda, PLond.1708.99 (VI d.C.), ἕδνα PFlor.294.14 (VI d.C.)
subst. τὰ γαμικά = la boda, las ceremonias nupciales καὶ νῦν ἔτι ... πρό τε γαμικῶν ... νόμιζεται τῷ ὕδατι χρῆσθαι Th.2.15, πολλὰ τῶν γαμικῶν ... δρᾶται διὰ γυναικῶν Plu.2.667b, τὰ γαμικά πάνθ' ἡμῖν καταδείξασα D.C.56.5.5, cf. Philostr.Gym.27.
2 relativo al matrimonio, matrimonial γαμικοὶ δὲ νόμοι = leyes que regulan el matrimonio Pl.Lg.721a, τὴν γαμικὴν ὁμιλίαν = relación sexual matrimonial Arist.Pol.1334b32, κλῆρος Vett.Val.113.6, συμβιώσεις Vett.Val.387.13, πολλὰ εἰποῦσα ἐλεεινὰ καὶ γαμικά diciendo (Políxena a Aquiles) muchas palabras tristes y propias de una esposa Philostr.Her.65.8, ὁ ἓξ ... γ. τυγχάνων = resultando ser el seis el número conyugal (cf. γάμος III) Aristid.Quint.124.19, τ υπογράφος γ. certificado de matrimonio, IEphesos 14.32 (I a.C.), γραφαὶ γαμικαί = contrato matrimonial, PStras.inv.87re.3.1 (II d.C.) en AfP 4.1908.133, συμβόλαιον D.C.79.6.3, Hsch.s.u. συνάλλαγμα, cf. Mitteis Chr.372.6.21 (II d.C.), συγγραφή CPR 1.188.25, POxy.237.8 (ambas II d.C.), PMasp.6ue.118 (VI d.C.) en BL 1.101, ἕδνα PFlor.294.14 (VI d.C.)
neutr. subst. γαμικόν = compromiso formal de matrimonio op. ἄγραφος γάμος: γ. γέγονεν POxy.903.17 (IV d.C.)
γαμικά asuntos matrimoniales Th.6.6, Arist.Pol.1304a14.
II de pers. en edad de casarse, núbil Εὐλάλιος, γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις GVI 1325.7 (Chipre II/III d.C.), cf. IG 14.496 (Catania).
III adv. γαμικῶς
1 como en una boda ἐρανιστὰς γαμικῶς ἑστιῶν Arist.EN 1123a22.
2 como esposos, maritalmente συμβιωτεύειν ... γ. Cyr.Al.M.76.820B.

Greek Monolingual

ή, -ό (AM γαμικός, -ή, -όν) γάμος
ο σχετικός με τον γάμο
νεοελλ.
φρ. «γαμικό σύμφωνο» — συμβολαιογραφικό έγγραφο με το οποίο οι σύζυγοι ρυθμίζουν πριν τον γάμο τις περιουσιακές τους σχέσεις
αρχ.
1. φρ. α) «γαμικοί νόμοι» — νόμοι που ρυθμίζουν τα θέματα του γάμου
β) «γαμική ὁμιλία» — η συνουσία
γ) «γαμικός ὕμνος» — τραγούδι του γάμου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ γαμικά
ο γάμος
3. το αρσ. ως ουσ. ο γαμικός
αυτός που βρίσκεται σε ηλικία γάμου.

Greek Monotonic

γαμικός: -ή, -όν (γάμος), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για γάμο, σε Πλάτ.· τὰ γαμικά, η τελετή του γάμου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰμικός:
1) брачный, свадебный (ὁμιλία Arst.; δεῖπνα Plut.);
2) касающийся брака (νόμοι Plat.).

Middle Liddell

γάμος
of or for marriage, Plat.; τὰ γαμ. a bridal, wedding, Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαμικός -ή -όν γάμος
1. met betrekking tot het huwelijk, huwelijks-; subst. τὰ γαμικά = huwelijksvoltrekking, bruiloft; Thuc. 2.15.5; huwelijkskwesties. Thuc. 6.6.2.
2. adv. γαμικῶς = zoals bij een huwelijk. Aristot. EN. 1123a 22 (een banket houden).

English (Woodhouse)

of marriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)