μεταβατικός
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ή, όν, A able to pass from one place to another, τὸ μ. ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον Placit.4.8.6; μ. κίνησις motion involving change of place, ib.4.6.1, Ph. 1.397, S.E.M.9.195; μ. ὄργανα organs of motion, Gal.4.546. Adv. -κῶς, κινεῖν Placit.3.13.3, cf. Ph.1.176, Alex.Aphr.in Top.43.32. 2 discursive, φαντασία μ. καὶ συνθετική S.E.M.8.276, cf. Procl.in Prm. p.628 S., in Ti.1.244 D. Adv. -κῶς Id. in Prm.l.c., in Ti.1.246 D.; by the process of analogical or discursive reasoning, εἰ καὶ τὸ νοητὸν μ. ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν S.E.M.3.25; νοῦν… ἅμα πάντα γιγνώσκοντα καὶ οὐ μ. Dam.Pr.100; opp. ἀμεταβάτως, Procl.Inst.211. II exchanging, bartering: τὸ -κόν the petty dealers, dub. in Hippodam. ap. Stob.4.1.94 (leg. -βλᾱτικόν). III Gramm., not reflexive, of pronouns, A.D.Pron.24.15. Adv. -κῶς ib.44.14.
German (Pape)
[Seite 144] ή, όν, zum Übergehen, Weggehen geneigt, Sp. Bei den Gramm. ῥήματα, verba transitiva. – Adv., Schol. Theocr. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μεταβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος να μεταβῇ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, εὐκόλως κινούμενος, Πλούτ. 2. 900Α, Μελέτ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 31· μ. κίνησις, ἡ ἐνέχουσα ἀλλαγὴν τόπου, Πλούτ. 2. 899Β· ― οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., μεταβατικῶς κινεῖσθαι αὐτόθι 896Α· οὐ μ., ἀλλὰ στρεπτικῶς, οὐχὶ διὰ μεταβάσεως ἀλλὰ διὰ στροφῆς, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 850D. ΙΙ. ὁ μεταλλάσσων, ἀνταλλάσσων, τὸ -κόν, οἱ μικρέμποροι, Ἱπποδάμ. παρὰ Στοβ. 249. 5. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ δηλῶν ἐνέργειαν μεταβαίνουσαν εἰς ἕτερον, ἐπὶ ῥημάτων, Ἀπολλ. Δύσκ. π. Ἀντωνυμ. 315C, 316C, 375A, 289C. ― Ἐπίρρ., μεταβατικῶς, αὐτόθι 315C, πρβλ. διαβατικός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
t. de gramm. transitif.
Étymologie: μεταβαίνω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεταβατικός, -ή, -όν) μεταβαίνω
1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός
(α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον», Πλούτ.)
2. φρ. «μεταβατικά ρήματα»
γραμμ. ενεργητικά ρήματα στα οποία η ενέργεια του υποκειμένου μεταβαίνει στο αντικείμενο, σε αντιδιαστολή προς τα αμετάβατα
νεοελλ.
1. πρόσκαιρος, παροδικός, προσωρινός («μεταβατική περίοδος»)
2. φρ. «μεταβατικά στοιχεία»
χημ. άλλη ονομασία της ομάδας τών μεταλλικών χημικών στοιχείων που είναι περισσότερο γνωστά ως στοιχεία μετάπτωσης
αρχ.
1. αυτός που κινείται εδώ κι εκεί σε αναζήτηση κάποιου, ερευνητικός
2. αυτός που συναλλάσσεται, που εμπορεύεται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταβατικὸν
οι μικρέμποροι
4. φρ. α) «μεταβατικά όργανα» — τα κινητήρια όργανα, τα όργανα της κίνησης
β) «μεταβατική κίνησις» — κίνηση για αλλαγή τόπου.
επίρρ...
μεταβατικώς και -ά (Α μεταβατικῶς)
με μεταβατικό τρόπο, με μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο
αρχ.
1. με ερευνητικό τρόπο, ερευνητικά, ανήσυχα
2. με επιχειρηματολογία κατ' αναλογίαν («εἰ καὶ τὸ νοητὸν μεταβατικῶς ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν», Σέξτ. Εμπ.)
3. με σύνταξη μεταβατικού ρήματος, με μετάβαση της ενέργειας του υποκειμένου σε αντικείμενο.
Russian (Dvoretsky)
μετᾰβᾰτικός:
1) передвигающий, смещающий (κίνησις Plut.; δύναμις Sext.);
2) грам. переходный (ῥῆμα).