ἁρπαγή

From LSJ
Revision as of 10:45, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρπαγή Medium diacritics: ἁρπαγή Low diacritics: αρπαγή Capitals: ΑΡΠΑΓΗ
Transliteration A: harpagḗ Transliteration B: harpagē Transliteration C: arpagi Beta Code: a(rpagh/

English (LSJ)

ἡ, A seizure, robbery, rape, first in Sol.4.13; ὀφλὼν ἁρπαγῆς δίκην found guilty of rape, A.Ag.534; αἰτέειν δίκας τῆς ἁ. Hdt.1.2; ἁρπαγῇ χρησαμένους ib.5; ἁρπαγὴν ποιεῖσθαι, ποιεῖν, Th.6.52, X.Cyr. 7.2.12; ἐφ' ἁ. τραπέσθαι Th.4.104, X.Cyr.4.2.25; τοῦ κρητῆρος ἡ ἁ. Hdt.3.48: pl., of a single act, συνεπρήξαντο τὰς Ἑλένης ἁ. Id.5.94, cf. A.Th.351 (lyr.), Supp.510; Καδμείων ἁ., of the Sphinx, E.Ph.1021 (lyr.). II thing seized, booty, prey, τοῦ φθάσαντος ἁ. A.Pers.752; ἁ. κυσί, θηρσί, Id.Th.1019, E.El.896; ἁρπαγὴν ποιεῖσθαί τι to make booty of a thing. Th.8.62. III greediness, X.Cyr.5.2.17. IV ἐν ἁρπαγῇ σελήνης when the moon is invisible, PMag.Par.1.750.

German (Pape)

[Seite 358] ἡ, das Rauben, καὶ κλοπή Aesch. Ag. 520, wie Xen. Cyr. 1, 2, 6; nicht selten im plur., wie Eur. Phoen. 46, 1073 I. A. 1266; χρημάτων Isocr. 4, 114; παίδων Pol. 6, 8; ξιφῶν, das zum Schwert Greifen, Dion. Hal. 8, 73; Raub, Beute, κυσίν Aesch. Spt. 1005; τινός Pers. 738; Xen. Hell. 3, 2, 19; bes. Plünderung, Thuc. 4, 104; Xen. Cyr. 7, 2, 11 u. öfter; ἁρπαγὴν ποιεῖσθαι Thuc. 8, 62; ἐφ' ἁρπαγὴν τρέπεσθαι 4, 104; εἰς ἁρ. τρ. Xen. Hell. 6, 5, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρπᾰγή: ἡ, βιαία ἀπόσπασις, ἁρπαγή, λήστευσις, λεηλασία, ἀπαγωγή, πρῶτον παρὰ Σόλωνι 15. 13· ὀφλὼν ἁρπαγῆς δίκην, καταδικασθεὶς ἐπὶ ἁρπαγῇ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 534· αἰτέειν δίκας τῆς ἁρπ. Ἡρόδ. 1. 2· ἁρπαγῇ χρέεσθαι, ἁρπάζειν, λεηλατεῖν, ὁ αὐτ. 1. 2· ἁρπαγὴν ποιεῖσθαι, ποιεῖν Θουκ. 6. 52, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 12· ἐπὶ ἢ εἰς ἁρπ. τρέπεσθαι Θουκ. 4. 104, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 25· τοῦ κρατῆρος ἡ ἁρπ. Ἡρόδ. 3. 48· ὡσαύτως κατὰ πληθ. ἐπὶ μιᾶς πράξεως, τὰς Ἑλένης ἁρπ. ὁ αὐτ. 5. 94, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 351, Ἱκ. 510, καὶ Εὐρ. Καδμείων ἁρπ., ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εύρ. Φοίν. 1021. ΙΙ. τὸ ἁρπασθὲν πρᾶγμα, λεία, λάφυρον, ἅρπαγμα, τοῦ φθάσαντος ἁρπαγὴ Αἰσχύλ. Πέρσ. 752· οὕτω ἁρπ. κυσί, θηρσί Αἰσχύλ. Θήβ. 1014, Εὐρ. Ἠλ. 896· ἁρπαγὴν ποιεῖσθαι τι Θουκ. 8. 62· πρβλ. λεία. ΙΙΙ. ἁρπαγῆς ἐπιθυμία, ἀπληστία, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. 1 rapacité, avidité;
2 rapine, rapt, pillage;
II. 1 ce qu’on a pillé, butin ; proie (des bêtes sauvages);
2 état de celui qui a été dépouillé.
Étymologie: ἁρπάζω.

Spanish (DGE)

(ἁρπᾰγή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. -ά E.Ph.1021, Call.Dieg.9.13, 21 (Fr.201)
I 1gener. robo, rapiña, pillaje c. gen. de cosas τοῦ κρητῆρος Hdt.3.48, χρημάτων Isoc.4.114, τοῦ χάρακος Plb.1.17.10, πραγμάτων PMasp.24.36 (VI d.C.)
abs. φειδόμενοι κλέπτουσιν ἐφ' ἁρπαγῇ Sol.3.13, cf. Pl.Lg.633b, 941b, R.469d, Aen.Tact.16.7
botín, presa τοῦ φθάσαντος ἁ. A.Pers.752, ἁ. κυσί A.Th.1014, θηρσί E.El.896
en el prov. ἁρπαγὰ τὰ Κοννάρου, τὰ Κοννίδα para lo que es una ganga, Call.ll.cc., Hsch., cf. Zen.1.31
ἁρπαγὴν ποιεῖν, ποιεῖσθαι hacer botín, pillar, robar Th.6.52, X.Cyr.7.2.12, c. otro ac. pred. σκεύη μὲν καὶ ἀνδράποδα ἁρπαγὴν ποιησάμενος convirtiendo en botín impedimenta y esclavos Th.8.62
en plu. acciones o casos de pillaje ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονες A.Th.352, cf. Supp.510, D.C.36.16.3.
2 ref. a pers. gener. mujeres rapto ὀφλῶν ... ἁρπαγῆς δίκην ref. al rapto de Helena, A.A.534, cf. Hdt.1.2, 5, Καδμείων ἁ. de la Esfinge, E.Ph.1021
en plu. estilístico συνεπρήξαντο ... τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς Hdt.5.94, θυγατρός E.Hel.1322, cf. IA 1266
del amor arrebato Plu.2.755c.
3 desaparición σελήνης de la luna nueva PMag.4.754.
II avaricia, avidez ἂν ... καταφανὴς γένοιτο ... ἁρπαγῇ X.Cyr.5.2.17, cf. Eu.Luc.11.39.

English (Strong)

from ἁρπάζω; pillage (properly abstract): extortion, ravening, spoiling.

English (Thayer)

ἁρπαγῆς, ἡ (ἁρπάζω), rapine, pillage;
1. the act of plundering, robbery: plunder, spoil: Aeschylus down.)

Greek Monolingual

η (Α ἁρπαγή) αρπάζω
η βίαιη αφαίρεση ξένων πραγμάτων
αρχ.
1. τα λάφυρα, η λεία
2. η απληστία, η επιθυμία αρπαγής.
η (AM ἁρπάγη) αρπάζω
1. ο γάντζος με τον οποίο σηκώνουμε δέματα
2. η τσουγκράνα
3. σύνεργο αλιευτικής
νεοελλ.
ο ιστός της αράχνης.

Greek Monotonic

ἁρπᾰγή: ἡ (ἁρπάζω),
I. 1. λεηλασία, διαρπαγή, κλοπή, σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.
2. το αρπαχθέν πράγμα, λάφυρο, λεία, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἁρπαγὴν ποιεῖσθαί τι, λαφυραγωγώ, σε Θουκ.· πρβλ. λεία·
II. επιθυμία αρπαγής, απληστία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἁρπᾰγή: дор. ἁρπᾰγά ἡ тж. pl.
1) похищение (χρημάτων Isocr.; παίδων Polyb.; γυναικῶν Plut.);
2) грабеж, разбой (ἁ. καὶ βία Xen.; εἰς Xen. и ἐφ᾽ ἁρπαγὴν τρέπεσθαι Thuc., Plut.);
3) добыча (τοῦ φθάσαντος Aesch.; θηρσίν τινα ἁρπαγὴν προθεῖναι Eur.);
4) жадность, алчность Xen.

Middle Liddell

ἁρπάζω
I. seizure, rapine, robbery, rape, Solon, Hdt., attic
2. the thing seized, booty, prey, Aesch., Eur.; ἁρπαγὴν ποιεῖσθαί τι to make booty of a thing, Thuc.; cf. λεία.
II. greediness, rapacity, Xen.

Chinese

原文音譯:¡rpag» 哈而爬給
詞類次數:名詞(3)
原文字根:奪取(著)
字義溯源:劫奪,搶去,盜取,偷竊,勒索;源自(ἁρπάζω)=捉);而 (ἁρπάζω)出自(αἱρέομαι)*=取為己有)。這字用了三次,而二次都譯為:勒索。主責備法利賽人,洗淨杯盤的外面,裏面卻滿了勒索( 太23:25; 路11:39)
出現次數:總共(3);太(1);路(1);來(1)
譯字彙編
1) 勒索(2) 太23:25; 路11:39;
2) 搶去(1) 來10:34

English (Woodhouse)

booty, plunder, plundering, rape, a prey for, act of plundering, carrying off, person preyed on, thing preyed on, pillage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)