τοξεύω

From LSJ
Revision as of 20:30, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξεύω Medium diacritics: τοξεύω Low diacritics: τοξεύω Capitals: ΤΟΞΕΥΩ
Transliteration A: toxeúō Transliteration B: toxeuō Transliteration C: tokseyo Beta Code: toceu/w

English (LSJ)

A shoot with the bow, τινος at a mark, Il.23.855; πάντες, ὥστε τοξόται σκοποῦ, τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε S.Ant.1034; also τ. ἐπὶ σκοποῦ Pl.Sis.391a; ἐς ἀλλήλους Hdt.1.214, cf. X.Cyr.3.3.66; κατά τινων Luc.Pisc.7 (metaph.); ἐς χωρίον, ἐς τὰ γυμνά, Hdt.8.128, Th.3.23; ἐπ' ἐκεῖνο Luc.Cal.15 (metaph.); πρὸς τὸν οὐρανόν Hdt.4.94: metaph., τοξεύσασα τῆς εὐδοξίας E.Tr.643, cf. Ion 1411: abs., use the bow, Hdt.1.136; τὸν παῖδα τοξεύσας ἀπολωλέκεε by an arrow, Id.3.74, cf. Ar. Av. 1187, Th.4.48, etc.; καθ' ὑπερβολὰν τοξεύσας having shot too high, S.OT1197 (lyr.); εὔστοχα or ἄσκοπα τ. with good or no aim, Luc. Nigr.36, Tox.62. II c. acc. objecti, shoot or hit with an arrow, X.An.4.2.12; θηρίον Id.Cyr.1.2.10; ἔλαφον Arist.Mir.837a15:—Pass., to be struck by an arrow, Th.3.98, X.An.1.8.20, 4.1.18, Dsc.3.32. 2 metaph., Ἔρως ἐτόξευσ' αὐτόν E.Tr.255; ἡ τυραννὶς πάντοθεν τοξεύεται is aimed at, Id.Fr.850. 3 c. acc. rei, shoot from a bow, metaph., discharge, send forth, τ. ὕμνους Pi.I.2.3; γλῶσσα τοξεύσασα μὴ τὰ καίρια A.Supp.446; ταῦτα νοῦς ἐτόξευσεν μάτην hath shot these arrows in vain, E.Hec.603:—Pass., ἡμῖν γὰρ ἤδη πᾶν τετόξευται βέλος A.Eu.676.

German (Pape)

[Seite 1128] wie das poet. τοξάζομαι, mit dem Bogen schießen; τινός, wonach, Il. 23, 855; πάντες, ὥςτε τοξόται σκοποῦ τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε, Soph. Ant. 1021; εἴς τι, Her. 8, 128; πρός τι, 4, 94; absolut, 1, 136, wie Plat. Alc. II, 145 c u. A. – Τινά, mit dem Bogen erschießen, Her. 3, 74; pass., Xen. An. 1, 8, 20. – Vom Bogen abschießen, ἡμῖν μὲν ἤδη πᾶν τετόξευται βέλος, Aesch. Eum. 646; übrtr., ῥίμφα ἐτόξευον ὕμνους, Pind. I. 2, 3, wie Aesch. γλῶσσα τοξεύσασα μὴ τὰ καίρια, Suppl. 441; so ἔπη, Worte wie Pfeile, d. i. spitzige Worte schleudern, Philp. 83 (VII, 405). – Übertr. = worauf zielen, bezwecken, beabsichtigen, ταῦτα νοῦς ἐτόξευε μάτην, darnach zielte der Geist vergebens, Eur. Hec. 603, vgl. Tr. 255; ἡ τυραννὶς πάντοθεν τοξεύεται ἔρωσιν, die Herrschaft wird auf allen Seiten von Liebhabern als Ziel erwählt, bestürmt, frg.; Soph. ὅστις καθ' ὑπερβολὰν τοξεύσας ἐκράτησε τοῦ πάντ' εὐδαίμονος ὄλβου, O. R. 1196.

Greek (Liddell-Scott)

τοξεύω: μέλλ. -σω, ὡς τὸ τοξάζομαι (ὃ ἴδε), βάλλω διὰ τοῦ τόξου, τινός, κατά τινος σημείου, Ἰλ. Ψ. 855· πάντες, ὥστε τοξόται σκοποῦ, τοξεύετ’ ἀνδρὸς τοῦδε Σοφ. Ἀντ. 1034· ὡσαύτως, τ. ἐπὶ σκοποῦ Πλάτ. Σίσυφ. 391Α· εἴς τινα Ἡρόδ. 1. 214, Ξεν.· κατά τινος Λουκ. Ἁλιεὺς 7· ἐς χωρίον, ἐς τὰ γυμνὰ Ἡρόδ. 8. 128, Θουκ. 3. 23· ἐπ’ ἐκεῖνο Λουκ. π. Διαβολ. 15· πρὸς τὸν οὐρανὸν Ἡρόδ. 4. 94· - μεταφορ., τοξεύσασα τῆς εὐδοξίας Εὐρ. Τρῳ. 638, πρβλ. Ἴωνα 1411· - ἀπολ., ποιοῦμαι χρῆσιν τοῦ τόξου, τοξεύω, Ἡρόδ. 1. 136· τὸν παῖδα τοξεύσας ἀπολωλέκεε, διὰ βέλους, ὁ αὐτ. 3. 74, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1188, Θουκ., κλπ.· καθ’ ὑπερβολὰν τοξεύσας, ὑψηλότερον τοῦ δέοντος, Σοφ. Ο. Τ. 1196· μετὰ δοτ. τρόπου, τ. τοξήρει ψαλμῷ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1064· εὔσκοπα ἢ ἄσκοπα τ., ἐπιτυχῶς ἢ ἀσκόπως, Λουκ. Νιγρ. 36, Τόξ. 62.
ΙΙ. μετ’ αἰτ. τοῦ ἀντικειμ., τοξεύω, πλήττω διὰ βέλους, τινὰ Εὐρ. Τρῳ. 255, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 12· θηρίον ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 10· ἔλαφον Ἀριστ. π. Θαυμασ. 86. - Παθητ., πλήττομαι διὰ βέλους, Θουκ. 3. 98, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 20., 4.-1, 18· - μεταφορ., ἔρως, ἐτόξευσ’ αὐτὸν Εὐρ. Τρῳ. 255· ἡ τυραννὶς πάντοθεν τοξεύεται, προσβάλλεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 846· - πρβλ. κατατοξεύω, ὅπερ εἶναι ἡ κύρια λέξις ἡ δηλοῦσα τὸ φονεύω διὰ βέλους. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., βάλλω ἀπὸ τόξου, μεταφ. ἐκπέμπω, ἀποστέλλω, τ. ὕμνους Πινδ. Ι. 2. 5· γλῶσσα τοξεύσασα μὴ τὰ καίρια Αἰσχύλ. Ἱκ. 446· ταῦτα νοῦς ἐτόξευσεν μάτην, ματαίως ἔρριψε τὰ βέλη ταῦτα, Εὐρ. Ἑκ. 603. - Παθ., ἡμῖν γὰρ ἤδη πᾶν τετόξευται βέλος Αἰσχύλ. Εὐμ. 676.

French (Bailly abrégé)

f. τοξεύσω, ao. ἐτόξευσα, pf. τετόξευκα;
1 tirer de l’arc, lancer des flèches ; τινος, εἴς τινα contre qqn;
2 atteindre de ses flèches, acc.;
3 viser avec une flèche, gén. ; fig. avec acc. ταῦτα νοῦς ἐτόξευσε μάτην EUR l’esprit a vainement visé de ce côté.
Étymologie: τόξον.

English (Autenrieth)

= τοξάζομαι, Il. 23.855†.

English (Slater)

τοξεύω
   1 shoot met., of the arrows of song οἱ μὲν πάλαι ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους (I. 2.3)

Greek Monolingual

ΝΜΑ τόξον
1. ρίχνω με το τόξο
2. συνεκδ. χτυπώ, τραυματίζω κάποιον με βέλος («τοξεύειν ἔλαφον», Αριστοτ.)
3. (γενικά) εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω (α. «τοξεύειν ὕμνους», Πίνδ.
β. «ταῦτα νοῦς ἐτόξευσεν μάτην», Ευρ.)
αρχ.
1. βάλλω εναντίον κάποιου («πάντες, ὥστε τοξόται σκοποῦ, τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε», Σοφ.)
2. μτφ. πλήττω κάποιον, σαϊτεύω («Ἔρως ἐτόξευσ' αὐτόν», Ευρ.)
3. φρ. α) «κάθ' ὑπερβολὰν τοξεύω» — τοξεύω πιο ψηλά από ό,τι πρέπει (Ηρόδ., Σοφ.)
β) «εὔστοχα [ή ἄσκοπα] τοξεύω» — τοξεύω με επιτυχία [ή άστοχα] (Θουκ. Λουκιαν.).

Greek Monotonic

τοξεύω: μέλ. τοξεύσω,
I. χτυπώ με τόξο, τινός, κατά κάποιου σημείου, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· εἴς τινα, σε Ηρόδ.· μεταφ., στοχεύω κάπου, με γεν., σε Ευρ.· απόλ., χρησιμοποιώ το τόξο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· καθ' ὑπερβολὰν τοξεύσας, έχοντας τοξεύσει αρκετά ψηλά, σε Σοφ.
II. με αιτ., τοξεύω, χτυπώ με βέλος, τινά, σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., χτυπιέμαι από βέλος, σε Θουκ.
2. με αιτ. πράγμ., χτυπάω από τόξο· μεταφ., εκπέμπω, αποστέλλω, ὕμνους, σε Πίνδ.· ταῦτα ἐτόξευσεν μάτην, μάταια έριξε τα βέλη αυτά, σε Ευρ. — Παθ., πᾶν τετόξευται βέλος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τοξεύω:
1) стрелять из лука: τ. τινός Hom., Soph., εἴς τινα, εἴς и πρός τι Her., κατά τινος и ἐπί τι Luc. стрелять в кого(что)-л.; ἄσκοπα τ. Luc. стрелять в воздух (досл. мимо цели); τοξεύεσθαι πάντοθεν Eur. обстреливаться, т. е. подвергаться нападению отовсюду;
2) поражать стрелами (τινά Eur., Xen., Arst.): τοξευθῆναι Xen. быть раненым стрелой;
3) пускать словно стрелы, отпускать, бросать (ὕμνους Pind.; ἔπη Anth.).

Middle Liddell


I. to shoot with the bow, τινός at a mark, Il., Soph.; εἴς τινα Hdt.:—metaph. to aim at, c. gen., Eur.:—absol. to use the bow, Hdt., Thuc., etc.; καθ' ὑπερβολὰν τοξεύσας having shot too high, Soph.
II. c. acc. to shoot or hit with an arrow, τινά Eur., Xen.:—Pass. to be struck by an arrow, Thuc.
2. c. acc. rei, to shoot from a bow: metaph., to discharge, send forth, ὕμνους Pind.; ταῦτα ἐτόξευσεν μάτην hath shot these arrows in vain, Eur.: —Pass., πᾶν τετόξευται βέλος Aesch.