περιοικέω

From LSJ
Revision as of 20:06, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοικέω Medium diacritics: περιοικέω Low diacritics: περιοικέω Capitals: ΠΕΡΙΟΙΚΕΩ
Transliteration A: perioikéō Transliteration B: perioikeō Transliteration C: perioikeo Beta Code: perioike/w

English (LSJ)

(περίοικος) A dwell round persons or places, c. acc., Hdt.1.57, al., X.An.5.6.16 : abs., Hdt.5.23, Lys.7.28:—Pass., to be inhabited all round, κύκλῳ Arist.Mete.354a4, Scyl.107, Scymn. 766.

German (Pape)

[Seite 584] umher, in der Nachbarschaft wohnen, um Einen, τινά, Her. 5, 78, Xen. An. 5, 6, 16.

Greek (Liddell-Scott)

περιοικέω: (περίοικος) κατοικῶ πέριξ προσώπου τινὸς ἢ τόπου, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 57., 2. 112., 5. 23, 58, Λυσ. 110. 40, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16· - Παθ., ἐπὶ θαλασσῶν, Ὑρκανία καὶ Κασπία ... περιοικούμεναι κύκλῳ Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 1, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter autour de, dans le voisinage de, acc..
Étymologie: περί, οἰκέω.

English (Strong)

from περί and οἰκέω; to reside around, i.e. be a neighbor: dwell round about.

English (Thayer)

περιοίκῳ; to dwell round about: τινα (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 12), to be one's neighbor, Herodotus, Aristophanes, Xenophon, Lysias, Plutarch.)

Greek Monotonic

περιοικέω: μέλ. -ήσω (περίοικος), διαμένω γύρω από ένα πρόσωπο ή τόπο, με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

περιοικέω: жить вокруг (ἀμφοτέρωθεν γείτονες περιοικοῦσιν Lys.): περιοικοῦντες τὸν Πόντον Xen. жители берегов Понта; θάλατται περιοικούμεναι κύκλῳ Arst. моря с заселенными вокруг берегами; οἱ περιοικοῦντες NT окрестные жители.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιοικέω [περίοικος] rondom... wonen, om... heen wonen, met acc.

Middle Liddell

fut. ήσω περίοικος
to dwell round a person or place, c. acc., Hdt., Xen.

Chinese

原文音譯:perioikšw 胚里-哀咳哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:周圍-家
字義溯源:周圍居住;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(οἰκέω)=居住)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過),而 (οἰκέω)出自((οἶκος)*=住處)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 周圍居住(1) 路1:65