καθηγέομαι
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
Ion. κατηγ-, A act as guide, lead the way, abs., Hdt. 9.40,66, 6.135, Th.6.4; οἱ κατηγεόμενοι the guides, Hdt.7.130; σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δ' ἐγώ Pl.Ep.312b; κατ. τινὶ ἐς Χώρους Hdt.4.125, cf. 6.102; ἐπὶ Φωκέας Id.7.215; also κατ. τινὶ ὁδόν Id.9.104. 2 c. acc. rei, show, explain, indicate, τὸ ἕρμα κατ. τινί Id.7.183, cf. X. An.7.8.10; ὁ τὸν ποταμὸν κ. he who was explaining it, i.e. showing where it was fordable, Pl.Tht.200e. 3 c. gen., κ. τοῦ λόγου to begin the discourse, Id.Smp.199c; ὧν καθηγήσαιτ' ἂν τοῦτο of which this would be the beginning, Id.La.182c. b lead, command, exercise authority over, κ. τῆς στρατείας, τοῦ πολιτεύματος, Plu.Cam.15, Thes.35. 4 to be the first to do, establish, institute, Hdt.2.49,56: c. part., οὐ κατηγήσομαι νόμον τόνδε τιθείς I will not begin establishing this law, Id.7.8.ά. 5 instruct, teach, abs., Phld.Lib.p.21 O., al.; κ. γραμματιστοῦ τρόπον Diog.Oen.11; ὁ καθηγησάμενος the teacher, Plu.2.120a: c. gen. pers., to be teacher of... Str.14.5.14, D.H.Is.1, Amm.5. 6 in Logic, to be antecedent, Stoic.2.72.
German (Pape)
[Seite 1284] ion. κατηγέομαι, wie das simplex, vorangehen, den Weg weisen; κατηγέοντο τοῖς Πέρσαις εἰς τὴν σφετέρην Her. 4, 125; 6, 102; ἄλλας κατηγεόμενοί σφι ὁδούς 9, 104; τὴν ἀτραπὸν οἱ Μηλιέες Θεσσαλοῖσι κατηγήσαντο 7, 215; οὐκ αὐτὸς κατηγήσομαι νόμον τόνδε ἐν ὑμῖν τιθείς, ich werde nicht zuerst dies Gesetz geben, 7, 8, 1; Ὕβλωνος καθηγησαμένου, unter Anführung, Thuc. 6, 4; σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δὲ ἐγώ Plat. Ep. II, 312 b; τὸν ποταμόν, zuerst über den Fluß gehen, od. den Weg über den Fluß zeigen, Theaet. 200 e. Dah. Anleitung geben wozu, zeigen, lehren, χρηστήριον Her. 2, 56, τινί, Einen belehren, 6, 135; καλῶς μοι ἔδοξας καθηγήσασθαι τοῦ λόγου, die Rede schön eingeleitet zu haben, Plat. Conv. 199 c, vgl. Lach. 182 c; der Lehrer sein, Καίσαρος Strab. XIV, 674, wie S. Emp. adv. eth. 247. – Anführen, τῆς στρατείας Plut. Camill. 15, πολιτεύματος Thes. 35.
Greek (Liddell-Scott)
καθηγέομαι: Ἰων. κατηγ-: μέλλ. -ήσομαι:- ἀποθ. Προηγοῦμαι τῆς ὁδοῦ, χρησιμεύω ὡς ὁδηγός, ὁδηγῶ, ἀπολ., Ἡρόδ. 9. 40, 66. Θουκ. 6. 4· οἱ κατηγεόμενοι, οἱ ὁδηγοί, Ἡρόδ. 7. 130· σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δ’ ἐγὼ Πλάτ. Ἐπιστ. 312Β: - ἀκολούθως, κατ. τινὶ εἰς τόπον, κατηγέοντο οἱ Σκύθαι (τοῖσι Πέρσῃσι) ἐς τοὺς χώρους Ἡρόδ. 4. 125, 6. 102· ἐπὶ τόπον 7. 215· ὡσαύτως, κατ. τινι ὁδὸν 9. 104. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., δεκνύω, τὸ ἕρμα σφι κατηγήσατο Πάμμων, ἔδειξεν εἰς αὐτούς, ὁ αὐτ. 7. 183· ταῦτα δὲ καθηγησομένους ἔπεμψε τόν τε αὐτῆς ἀνεψιὸν καὶ Δαφναγόραν, ὡς ὁδηγοὺς ἵνα ὑποδείξωσι ταῦτα, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 9· ὁ τὸν ποταμὸν καθηγούμενος, ὁ ὁδηγῶν εἰς τὸ διαβατὸν μέρος τοῦ ποταμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 200Ε. 3) μετὰ γεν., καθηγοῦμαι τοῦ λόγου, ἀρχίζω τὴν ὁμιλίαν, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 199C· ὧν καθηγήσαιτ’ ἂν τοῦτο, τῶν ὁποίων τοῦτο δύναται νὰ εἶναι ἡ ἀρχή, ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182C· καθηγήσατο τῆς εἰς Ἰταλίαν στρατείας, ὑπῆρξεν ἡγεμών, ὁδηγός, Πλουτ. Κάμιλλ. 15· εἶμαι ἀρχηγός, βουλόμενος... ἄρχειν... τοῦ πολιτεύματος ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 35. 4) εἰσάγω τι πρῶτος ἐγώ, ἱδρύω, ἡ αὐτὴ γυνὴ... χρηστήριον κατηγήσατο Ἡρόδ. 2. 56· καὶ μετὰ μεταχ., οὐ κατηγήσομαι τὸν νόμον τόνδε τιθεὶς ὁ αὐτ. 7. 8, 1· μετὰ γεν. προσ., εἶμαι διδάσκαλός τινος, διδάσκω τινά, Στράβ. 674, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 1, εἰς Ἀμμ. 5· καί, ὁ καθηγησάμενος, ὁ διδάσκαλος, Πλούτ. 2. 120Α.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
I. montrer le chemin, servir de guide : τινι à qqn ; τινι ὁδόν HDT montrer le chemin à qqn;
II. fig. 1 prendre l’initiative ou la direction de, gén. ; instituer, établir, acc. ; avec un part. être le promoteur de, proposer de;
2 expliquer : τί τινι enseigner ou expliquer qch à qqn ; abs. être le précepteur : τινος de qqn;
3 commencer, entamer : λόγου PLAT une discussion.
Étymologie: κατά, ἡγέομαι.
Spanish
Greek Monotonic
καθηγέομαι: Ιων. κατ-ηγ-· μέλ. -ήσομαι· αποθ.,
1. προηγούμαι, χρησιμεύω ως οδηγός, καθοδηγώ, απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ.· οἱ κατηγεόμενοι, οι οδηγοί, σε Ηρόδ.· με δοτ., καθοδηγώ κάποιον, στον ίδ.
2. με αιτ. πράγμ., προηγούμαι και διδάσκω κάτι, εξηγώ, ερμηνεύω, στον ίδ.
3. με γεν., καθ. τοῦ λόγου, ξεκινώ την ομιλία, σε Πλάτ.
4. είμαι ο πρώτος που κάνει κάτι, εγκαθιδρύω, ιδρύω, θεσπίζω, σε Ηρόδ.· οὐ κατηγήσομαι τὸν νόμον τόνδε τιθείς, δεν θα εισάγω εγώ πρώτος αυτό το νόμο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθηγέομαι: ион. κατηγέομαι
1) идти впереди, быть проводником, указывать дорогу, вести (за собой) (σὺ καθηγοῦ, ἕφομαι δ᾽ ἐγώ Plat.): τὸν αὐτὸν κόσμον κ. Her. вести войско в том же порядке; οἱ κατηγεόμενοι Her. проводники; ἐς τὴν σφετέρην (sc. χώραν) κ. Her. (по)вести в свою страну; ἄλλας ὁδοὺς κ. τινι Her. повести кого-л. другими дорогами; κ. τὸν ποταμόν Plat. переправлять через реку;
2) руководить, показывать, указывать (τοῦ πολιτεύματος Plut.): Τιμὼ Μιλτιάδῃ κατηγήσατο Her. (жрица) Тимо дала указания Мильтиаду, т. е. научила его что делать; Ὓβλωνος καθηγησαμένου Thuc. под руководством Гиблона; ὁ καθηγησάμενος Plut. руководитель, учитель;
3) показывать пример; класть начало: καλῶς κ. τοῦ λόγου Plat. прекрасно начать свою речь;
4) (впервые) вводить, учреждать (νόμον τόνδε ἐν ὑμῖν Her.): κ. χρηστήριον Her. основывать прорицалище.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-ηγέομαι, Ion. κατηγέομαι, Dor. καθᾱγέομαι gidsen, voorgaan, leiden, abs.:; ἐς τοὺς χώρους de weg wijzen naar het gebied Hdt. 4.125.3; met acc. en dat.: aanwijzen:; τὸ δὲ ἕρμα σφι κατηγήσατο hij had hun het rif gewezen Hdt. 7.183.3; ptc. subst.: οἱ κατηγεόμενοι de gidsen Hdt. 7.130.1; ὁ τὸν ποταμὸν καθηγούμενος degene die (de weg door) de rivier (aan)wijst Plat. Tht. 200e. het initiatief nemen tot, invoeren:; χρηστήριον κατηγήσατο zij heeft een orakel gesticht Hdt. 2.56.3; beginnen met, beginnen te, met ptc.:; οὔτ ’ αὐτὸς κατηγήσομαι νόμον τόνδε τιθείς ik zal niet de eerste zijn om deze wet in te voeren Hdt. 7.8.α 1; met gen.: κ. τοῦ λόγου beginnen met het betoog Plat. Smp. 199c. de leiding hebben, commanderen, met gen.: κ. τῆς πολιτεύματος de leiding hebben van de staat Plut. Thes. 35.4.
Middle Liddell
ionic κατ-ηγ- fut. ήσομαι
1. Dep.:— to go before, act as guide, lead the way, absol., Hdt., Thuc.; οἱ κατηγεόμενοι the guides, Hdt.:—c. dat. to guide a person, Hdt.
2. c. acc. rei, to go before and teach a thing, to explain, expound, Hdt.
3. c. gen., καθ. τοῦ λόγου to begin the discourse, Plat.
4. to be the first to do, to establish, institute, Hdt.; οὐ κατηγήσομαι τὸν νόμον τόνδε τιθείς I will not begin establishing this law, Hdt.