περαῖος
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
(properisp.), α, ον, (πέραν) A on the further side or bank, ἤπειρος, γαῖα, A.R. 2.392, 4.848; τὰ π. Call.Fr.1.15 P. 2 Comp., περαιότερόν τι anything further, PFay.124.8 (ii A. D.). II Subst., ἡ περαία (sc. γῆ, χώρα) the country on the other side of the river, etc., Str.4.1.12; τῆς χώρας τῆς π. SIG588.29 (Milet., ii B. C.) : freq. with genitive whether partitive or objective, ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης the part of Boeotia over against [Chalcis], Hdt.8.44; ἡ π. τῆς Ἀσίας the coast of Asia over against [Rhodes], D.S.20.97 (but ἡ τῶν Ῥοδίων π. Str.14.2.1, 14.5.11 : hence pr. n. ἡ Περαία, Plb.18.2.3, 18.6.3; also of the country beyond Jordan, J.BJ3.3.3, St.Byz.); πᾶσα περαίη Θρηϊκίης all the opposite coast of Thrace, A.R.1.1112; ἡ Τενεδίων π. the coast [of the Troad] opposite to Tenedos, Str.13.1.32.
German (Pape)
[Seite 562] jenseits befindlich, bes. jenseits des Wassers gelegen; ἡ περαία, sc. χώρα, das Land jenseits des Meeres, ἐς τὴν περαίην τῆς Βοιωτίης χώρης, Her. 8, 44; Sp.; Ap. Rh. 1, 1112.
Greek (Liddell-Scott)
περαῖος: -α, -ον, (πέραν) ὁ ἐπὶ τοῦ πέραν μέρους, ὁ πέραν τῆς θαλάσσης ἢ τοῦ ποταμοῦ, ἤπειρος, γαῖα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 392, Δ. 848. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡ περαίη (ἐξυπ. γῆ, χώρα), ἡ πέραν γῆ, ἡ ἐπὶ τῆς ἀπέναντι ὄχθης τοῦ ποταμοῦ, Στράβ. 186· ἡ προσδιορίζουσα τὸ ἐπίθ. τοῦτο γενικὴ εἶναι ἄλλοτε ὑποκειμενικὴ καὶ ἄλλοτε ἀντικειμενική (ἴδε πέραν ἐν τέλ.)· ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης, τὸ μέρος τῆς Βοιωτίας τὸ ἀπέναντι [τῆς Χαλκίδος] Ἡρόδ. 8. 44· ἡ π. τῆς Ἀσίας, τὸ μέρος τῆς Ἀσίας τὸ ἀπέναντι [τῆς Ρόδου] Διόδ. 20. 97· καλουμένη τἀνάπαλιν, ἡ τῶν Ροδίων π., Στράβ. 651, 673· καὶ τοῦτο κατέστη ὄνομα κύριον ἡ Περαία, Πολύβ. 17. 2, 3., 17. 6. 3· Peraea Liv. 32. 33 καὶ 35)· ὡσαύτως πᾶσα περαίη Θρηικίης, ἅπασα ἡ ἀπέναντι παραλία τῆς Θράκης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1112· ἡ π. τῶν Τενεδίων, ἡ παραλία [τῆς Μυσίας] ἡ ἔναντι τῆς Τενέδου, Στράβ. 596· - ὡσαύτως, ἡ Περαία, ἐν Συρίᾳ, Peraea, ἡ πέραν τοῦ Ἰορδάνου χώρα, Στέφ. Βυζ. κλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 247, 389.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
situé au delà : ἡ περαία (γῆ) pays situé au delà, de l’autre côté de la mer (Pérée) ; ἡ περαία τῆς Βοιωτίης HDT la côte de Béotie située de l’autre côté.
Étymologie: πέρα.
Greek Monolingual
-αία, -ον, θηλ. ιων. τ. περαίη Α
1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά ή στην απέναντι όχθη θάλασσας ή ποταμού, ο αντικρινός («περαία ἤπειρος», Απολλ. Ρόδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περαία
(ενν. γη, χώρα) α) χώρα που βρίσκεται στην απέναντι όχθη ποταμού, λίμνης κ.λπ.
β) (με γεν. υποκειμενική ή διαιρετική) το τμήμα ενός τόπου το οποίο βρίσκεται απέναντι από κάποιον άλλο («ἡ περαία τῆς Βοιωτίης χώρης» — το τμήμα της Βοιωτίας το οποίο βρίσκεται απέναντι από τη Χαλκίδα, Ηρόδ.)
γ) (με γεν. αντικειμενική) ο τόπος που βρίσκεται απέναντι από κάποιον άλλο («ἡ τῶν Ῥοδίων περαία», η ασιατική χώρα που κείται απέναντι από τη Ρόδο, Στράβ.)
3. φρ. «περαιότερόν τι»
(με σημ. συγκριτικού) το μέρος που κείται πιο πέρα από κάποιο άλλο, το πιο πέρα από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρα + κατάλ. -αῖος (πρβλ. εδρ-αίος)].
Greek Monotonic
περαῖος: -α, -ον (πέραν), αυτός που βρίσκεται στην άλλη πλευρά· ως ουσ. ἡπεραίη (ενν. γῆ, χῶρα), η απέναντη χώρα, η χώρα στην απέναντι όχθη του ποταμού, σε Στράβ.· ἡ περαῖα τῆς Βοιωτίης χώρης, το μέρος της Βοιωτίας που βρίσκεται απέναντι (από τη Χαλκίδα), σε Ηρόδ.· ἡ περαῖα τῶν Τενεδίων, η ακτή (της Ασίας) απέναντι από την Τένεδο, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
περαῖος: лежащий по ту сторону, противолежащий, противоположный (см. περαία).
Middle Liddell
περαῖος, η, ον πέραν
on the other side:—as substantive, ἡ περαίη (sc. γῆ, χώρἀ the opposite country, the country on the other side of a strait, Strab.; ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης the part of Boeotia over against Chalcis, Hdt.; ἡ π. τῶν Τενεδίων the coast [of Mysia opposite Tenedos, Strab.