ταναός
κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν Il.16.589, E.Ba.831: (τείνω: prop. ταναϝός, cf. sq.):—A outstretched, tall, taper, αἰγανέη Il. l.c.; ἀστάχυες h.Cer.454; πῦρ... ὅσον -ώτερον ἦεν Emp.84.11, cf. ib.5; πλόκαμος τ. long flowing locks, E.Ba.455, cf. 831; τ. αἰθήρ outspread ether, Id.Or.322 (lyr.), Men.Sam.111; ἀήρ Q.S.1.681; τ. γῆρας long old age, AP5.281 (Agath.), cf. 11.389 (Lucill.); ὄρνις Opp.C.1.51; ταναῇ ὀπί with loud voice, Q.S.12.58; τ. χείλεα, of a gadfly, Id.11.209.
German (Pape)
[Seite 1066] (τείνω, τανύω), gestreckt, ausgedehnt, lang; αἰγανέη, Il. 16, 589, wo es zweier Endgn ist; ἀστάχυες, schlank, hoch, H. h. Cer. 454; αἰθήρ, Eur. Or. 322; πλόκαμος, Bacch. 455; vom Feuer, Empedocl. 278. 283; sp. D.: δρῦς, Antiphil. 12 (IX, 71); γῆρας, Agath. 20 (V, 282); κλῖμαξ, 50 (IX, 853); ταναῇ ὀπὶ κεκλήγοντες, Qu. Sm. 12, 58.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰναός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Ἰλ. Π. 589, Εὐρ. Βάκχ. 831· (√ ΤΑΝ, τείνω· κυρίως ταναϝός, ἴδε ταναύπους)· ― εἰς μῆκος τεταμένος, μακρός, ὑψηλός, ὑψιτενής, αἰγανέη, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀστάχυες Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 454· πῦρ..., ὅσον ταναώτερον ἦεν Ἐμπεδ. 229, πρβλ. 224· πλόκαμος ταν. Εὐρ. Βάκχ. 455, πρβλ. 831· ταν. αἰθήρ, ἐκτεταμένος, ἀναπεπταμένος, εὐρύς, μέγας, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 322· ταν γῆρας, μακρὸν γῆρας, μακροχρόνιον, Ἀνθ. Π. 5. 282, πρβλ. 11. 389· ὄρνις Ὀππ. Κυν. 1. 51· ταναῇ ὀπί, μεγάλῃ φωνῇ, Κόϊντ. Σμ. 12. 58.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
allongé, long.
Étymologie: p. *ταναϜός, cf. lat. tenuis, de la R. Ταν, étendre ; v. τείνω.
English (Autenrieth)
long, Il. 16.589†.
Greek Monolingual
και ταναδός, -ή, -όν, θηλ. και ταναός, Α
1. επιμήκης, μακρύς («πλόκαμος... ταναός», Ευρ.)
2. ευρύς («ταναὸν αἰθέρα», Ευρ.)
3. αυτός που ηχεί δυνατά («ταναῇ ὀπί», Κόϊντ.)
4. μακροχρόνιος («ταναοῦ γήραος», Ανθ. Παλ.)
5. πλατύς («ταναὰ χείλεα», Κόϊντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Το επίθ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ταν- του τείνω, αλλά το επίθημα -αFος γεννά προβλήματα. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίθ. σχηματίστηκε από θ. τανα- του θηλ. τανεῖα, μέσω αμάρτυρου τ. ταναῖα (με αφομοίωση του -ει- σε -αι-, πρβλ. Πλάταια: Πλατεία) + επίθημα -Fος (πρβλ. ταλαός). Στη Μυκηναϊκή, τέλος, μαρτυρείται το ανθρωπωνύμιο tanawo].
Greek Monotonic
τᾰναός: -ή, -όν και ταναός, -όν (τείνω), τεντωμένος, μακρύς, ψηλός, υψιτενής, σε Ομήρ. Ιλ.· πλόκαμος ταναός, μακριά τσουλούφια, μπούκλες, σε Ευρ.· ταναὸς αἰθήρ, εκτεταμένος αιθέρας, στον ίδ.· ταναὸς γῆρας, μακρά γηρατειά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνᾰός: и
1) длинный (αἰγανέη Hom.);
2) высокий (ἀστάχυες HH);
3) долгий (γῆρας Anth.);
4) распущенный, длинный (πλόκαμος Eur.);
5) широко раскинувшийся (αἰθήρ Eur.).
Middle Liddell
τᾰναός, ή, όν τείνω
stretched, outstretched, tall, long, taper, Il.; πλόκαμος τ. long flowing locks, Eur.; τ. αἰθήρ outspread ether, Eur.; τ. γῆρας long old age, Anth.
Frisk Etymology German
ταναός: {tanaós}
Forms: ganz fraglich myk. ta-na-wa (von Rädern).
Meaning: dünn, schmal, langgestreckt, sich weit ausdehnend, lang, hoch (ep. poet. seit P 589);
Composita: Als Vorderglied in ταναόδειρος ‘mit schmalem od. langgestrecktem Hals’, von οἰωνοί (Ar.), öfter mit Elision des -ο-, z.B. ταναήκης mit langer Spitze, Schneide, von Waffen (Hom.), hochragend, von Binsen, Bergen (Opp., Orph.; vgl. zu ἠκή), auch ταναύποδα Beiw. der μῆλα dünnbeinig, streckfüßig (ι 464, h. Ap., Merc., für τανάϝ-?, vgl. Schwyzer 438, Chantraine Gramm. hom. 1, 33, Treu Von Homer zur Lyrik 257); mit -αι- (nach ταλαι-, παλαι- u.a.) ταναίμυκος, von βοῦς weithin brüllend (AP).
Etymology: Aus *ταναϝός; vgl. ταλαός, κεραός. Dazu stimmen keltische Formen, z.B. air. ? tanae dünn aus urkelt. *tanau̯o- (*tanau̯i̯o-?); s. WP. 1, 724 und Pok. 1069 m. Lit.; des weiteren τανυ- und τάνυται. — Nach Kastner Die griech. Adj. zweier Endungen (1967) 27ff. dagegen aus ταναήκης herausgelöst.
Page 2,851