ἐρισθενής
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ές, A very mighty, epithet of Zeus, Il.13.54, Od.8.289, Hes. Th.4, etc.; also of Poseidon, Id.Cat.Oxy.1358 Fr.2.27; of men, A.R.1.41, etc.; of the Furies, Orph.H.69.7; ἐ. ἕρμα πόληος Epigr.Gr.452.11 (Syria); ἐ. θέμεθλα AP9.808.6 (Cyrus).
German (Pape)
[Seite 1030] ές, sehr stark, sehr gewaltig, Beiwort des Zeus, Il. 23, 54 u. öfter; Hes. Th. 4 O. 414; Ἀλκμανιδᾶν γενεά Pind. P. 7, 2; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 41. 543.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρισθενής: -ές, μεγαλοσθενής, μεγαλοδύναμος, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἰλ. Ν. 54, Ὀδ. Θ. 289, Ἡσ. Θ. 4, κτλ.· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Π 7. 2· ἐρισθενέων Λαπιθάων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 41, ἐρισθενέων μένει ἀνδρῶν αὐτόθι 543· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφεύς· ἐρισθενέεσι θεμέθλοις Ἀνθολ. Π. 9. 800. Ἐπίρρ. -έως, Μάξιμ. π. καταρχ. 540.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très fort, très puissant.
Étymologie: ἐρι-, σθένος.
English (Autenrieth)
έος (σθένος): most mighty, all-powerful, epithet of Zeus, Il. 19.355, Od. 8.289.
Greek Monolingual
ἐρισθενής, -ές (Α)
(για τον Δία) πολύ ισχυρός, μεγαλοδύναμος («Διός εὔχετ’ ἐρισθενέος πάις εἶναι» — καυχιέται ότι είναι γιος του μεγαλοδύναμου Δία, Ομ. Ιλ.)
επίσης για τον Ποσειδώνα, για τις Ερινύες, για ανθρώπους και για πράγματα.
επίρρ...
ἐρισθενέως
πολύ ισχυρά, με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -σθενής (< σθένος)].
Greek Monotonic
ἐρισθενής: -ές, πανίσχυρος, παντοδύναμος, μεγαλοδύναμος, λέγεται για τον Δία, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για τις Μαινάδες, σε Ορφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρισθενής:
1) могущественный, могучий (Ζεύς Hes., Hom.; Ἀλκμανιδᾶν γενεά Pind. - v.l. εὐρυσθενής);
2) мощный, крепкий (θέμεθλα Anth.).
Middle Liddell
ἐρι-σθενής, ές
very mighty, of Zeus, Hom., Hes.: of the Furies, Orph.