ἐρισθενής

From LSJ
Revision as of 11:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρισθενής Medium diacritics: ἐρισθενής Low diacritics: ερισθενής Capitals: ΕΡΙΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: eristhenḗs Transliteration B: eristhenēs Transliteration C: eristhenis Beta Code: e)risqenh/s

English (LSJ)

ές, A very mighty, epithet of Zeus, Il.13.54, Od.8.289, Hes. Th.4, etc.; also of Poseidon, Id.Cat.Oxy.1358 Fr.2.27; of men, A.R.1.41, etc.; of the Furies, Orph.H.69.7; ἐ. ἕρμα πόληος Epigr.Gr.452.11 (Syria); ἐ. θέμεθλα AP9.808.6 (Cyrus).

German (Pape)

[Seite 1030] ές, sehr stark, sehr gewaltig, Beiwort des Zeus, Il. 23, 54 u. öfter; Hes. Th. 4 O. 414; Ἀλκμανιδᾶν γενεά Pind. P. 7, 2; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 41. 543.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρισθενής: -ές, μεγαλοσθενής, μεγαλοδύναμος, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἰλ. Ν. 54, Ὀδ. Θ. 289, Ἡσ. Θ. 4, κτλ.· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Π 7. 2· ἐρισθενέων Λαπιθάων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 41, ἐρισθενέων μένει ἀνδρῶν αὐτόθι 543· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφεύς· ἐρισθενέεσι θεμέθλοις Ἀνθολ. Π. 9. 800. Ἐπίρρ. -έως, Μάξιμ. π. καταρχ. 540.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très fort, très puissant.
Étymologie: ἐρι-, σθένος.

English (Autenrieth)

έος (σθένος): most mighty, all-powerful, epithet of Zeus, Il. 19.355, Od. 8.289.

Greek Monolingual

ἐρισθενής, -ές (Α)
(για τον Δία) πολύ ισχυρός, μεγαλοδύναμοςΔιός εὔχετ’ ἐρισθενέος πάις εἶναι» — καυχιέται ότι είναι γιος του μεγαλοδύναμου Δία, Ομ. Ιλ.)
επίσης για τον Ποσειδώνα, για τις Ερινύες, για ανθρώπους και για πράγματα.
επίρρ...
ἐρισθενέως
πολύ ισχυρά, με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -σθενής (< σθένος)].

Greek Monotonic

ἐρισθενής: -ές, πανίσχυρος, παντοδύναμος, μεγαλοδύναμος, λέγεται για τον Δία, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για τις Μαινάδες, σε Ορφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρισθενής:
1) могущественный, могучий (Ζεύς Hes., Hom.; Ἀλκμανιδᾶν γενεά Pind. - v.l. εὐρυσθενής);
2) мощный, крепкий (θέμεθλα Anth.).

Middle Liddell

ἐρι-σθενής, ές
very mighty, of Zeus, Hom., Hes.: of the Furies, Orph.