ὑποσκάπτω

From LSJ
Revision as of 15:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσκάπτω Medium diacritics: ὑποσκάπτω Low diacritics: υποσκάπτω Capitals: ΥΠΟΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: hyposkáptō Transliteration B: hyposkaptō Transliteration C: yposkapto Beta Code: u(poska/ptw

English (LSJ)

A dig under, dig about, τὰς συκᾶς Thphr.HP2.7.5: metaph., τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑ. undermine, Eratosth. ap. Ath.13.588a; ὑ. μακρὰ ἅλματα mark a long leap, Pi.N.5.20.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσκάπτω: μέλλ. -ψω, σκάπτω ὑποκάτω, σκάπτω ὁλόγυρα περὶ τὴν ῥίζαν δένδρου, ὡς τὸ ὑποκονίω, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾶς ὑποσκάπτουσι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 5· ὑπ. τὸν τοῖχον, σκάπτω ὑποκάτω αὐτοῦ ὅπως τὸν κρημνίσω, τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑποσκάπτοντες Ἀθήν. 588Α· ὑποσκάπτω μακρὰ ἅλματα, σημειώνω μακρὰ πηδήματα, σκάπτων μικροὺς βόθρους, αὐτόθεν ἅλμαθ’ ὑποσκάπτει τις Πινδ. Ν. 5. 37 (20)· πρβλ. σκάπτω ΙΙ. 3, βατὴρ 2.

French (Bailly abrégé)

1 ouvrir une carrière;
2 creuser en dessous, miner, saper;
3 fouiller le sol pour façonner.
Étymologie: ὑπό, σκάπτω.

Greek Monolingual

ὑποσκάπτω ΝΑ, και υποσκάβω Ν σκάπτω
σκάβω αποκάτω
νεοελλ.
μτφ.
1. υπονομεύω
2. κλονίζω, φθείρω κάτι με συνεχείς προσπάθειες («μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να υποσκάψει την θέση του συναδέλφου του»)
αρχ.
1. σκάβω γύρω από κάτι και επιφανειακά
2. σχηματίζω μικρές λακκούβες με τα πέλματά μου, καθώς βαδίζω.

Greek Monotonic

ὑποσκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω από κάτω, ὑποσκάπτω μακρὰ ἅλματα, μαρκάρω, σημαδεύω, σημειώνω ένα μακρύ άλμα, πήδημα με μία γραμμή, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσκάπτω: рыть внизу: ὑ. μακρὰ ἅλματα Pind. отмечать ямками длинные прыжки (на состязаниях).

Middle Liddell

fut. ψω
to dig under, ὑπ. μακρὰ ἅλματα to mark a long leap by a line, Pind.