ὀπιπτεύω

From LSJ
Revision as of 11:25, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source

German (Pape)

[Seite 357] (οπ), sich wonach umschauen, umherblicken wonach, mit dem tadelnden Nebenbegriffe des müssigen, neugierigen Umhergaffens, γυναῖκας, Od. 10, 67, oder der Furcht, τί δ' ὀπιπτεύεις πολέμοιο γεφύρας, Il. 4, 371; vgl. Hes. O. 29; auch = auflauern, οὐ γάρ σ' ἐθέλω βαλέειν – λάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ' ἀμφαδόν, Il. 7, 243; Hes. O. 808; einzeln bei sp. D., wie Mus. 101, die auch ὀπιπεύω sagen, δολεροῖσιν όπιπευθεῖσαι ἔπεσσι, Man. 5, 182.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπιπτεύω: περιβλέπω, περισκοπῶ, μετὰ περιεργίας, βλέπω ἀτενῶς, ὀπιπτεύσας δὲ γυναῖκας Ὀδ. Τ. 67· ἢ φόβου, τί δ’ ὀπιπτεύεις πολέμοιο γεφύρας; Ἰλ. Δ. 371, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 29. ΙΙ ἐνεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάττω, οὐ γάρ σ’ ἐθέλω βαλέειν ..., λάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ’ ἀμφαδὸν Ἰλ. Η. 243· εὖ μάλ’ ὀπιπτεύσας ... βάλλειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 804. Ὑπάρχει καὶ μεταγεν. τύπος ὀπῑπεύω, Μουσαῖ. 101. - (Κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΟΠ, πρβλ. ὄπωπα.)

French (Bailly abrégé)

c. ὀπιπεύω.
Étymologie: La graphie ὀπιπτεύω donnée par Bailly est considérée comme sans autorité par Chantraine.

English (Autenrieth)

and ὀπιπεύω (root ὀπ), aor. part. -εύσᾶς: peer after, watch (timorously, or in lurking for one), Il. 4.371, Il. 7.243 ; γυναῖκας, ogle, Od. 19.67 (cf. παρθενοπίπης).

Greek Monolingual

ὀπιπτεύω (Α)
(δ. γρφ.) οπιπεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η γρφ. ὀπιπτεύω (αντί ὀπιπεύω) κατά το όπτεύω πρέπει να θεωρηθεί αυθαίρετη].

Greek Monotonic

ὀπιπτεύω: μέλ. -σω (αναδιπλ. √ΟΠ του ὄπ-ωπα),
I. κοιτάζω ολόγυρα, ατενίζω με περιέργεια ή αγωνία προς, με αιτ., σε Όμηρ.
II. στήνω ενέδρα, παραμονεύω, παραφυλάω, οὐλάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ' ἀμφαδόν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀπιπτεύω:
1) подсматривать, разглядывать (τινά Hom.);
2) (со страхом) осматривать (πολέμοιο γεφύρας Hom.);
3) высматривать, подстерегать (λάθρῃ τινά Hom.).

Middle Liddell

ὀπιπτεύω, fut. -σω [redupl. from !op, Root of ὄπωπα
I. to look around after, gaze curiously or anxiously at, c. acc., Hom.
II. to lie in wait for, watch, οὐ λάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ' ἀμφαδόν Il.