ἔκτοπος
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ον, A away from a place, c. gen., τῶνδ' ἑδράνων πάλιν ἔ. ἔκθορε S.OC233 (lyr.); distant, ἄρουρα Id.Tr.32; ἔ. ἔστω let him leave the place, E.Ba. 69 (anap.). II foreign, strange, [τέθνηκεν] αὐτὴ πρὸς αὐτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου by no strange hand, S.Tr.1132. 2 out of the way, strange, extraordinary, δένδρον Ar.Av.1474 (lyr.); ὁτιοῦν τῶν ἐ. Pl. Lg.799c; χειμών Thphr.CP6.18.12; ἱστορία ἔ. Plu.2.977e; of persons, eccentric, Arist.Pr.954b2. Adv. ἐκτόπως = extraordinarily, Id.Mir. 833a14, PPetr.3p.150, Plb.32.3.8: Comp. ἐκτοπωτέρως Arist.Metaph.989b30 codd. 3 ἔκτοπον· ἔξοδον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 782] 1) wie ἐκτόπιος, entfernt von seinem Orte, entfernt; ἄρουρα Soph. Tr. 32; τῶνδ' ἑδράνων ἔκτοπος ἔκθορε O. C. 232, entferne dich von diesem Sitze; dah. ein Fremder, ein Anderer, αὐτὴ πρὸς αὑτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου τέθνηκεν Tr. 1122. – 2) ungewöhnlich, außerordentlich, dem συνήθης entgeggstzt; Plat. Legg. VII, 799 e; δένδρον Ar. Av. 1474; bes. bei Arist. u. Sp., wie Plut. u. Luc. häufig auch in der Bdtg bes Abenteuerlichen u. Abgeschmackten. – Adv. ἐκτόπως, außerordentlich; Pol. 32, 7, 8 Luc. Tox. 13 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτοπος: -ον, ἔξω τόπου τινός, μετὰ γεν., τῶνδε’ ἑδράνων πάλιν ἔκτ. ἔκθορε Σοφ. Κ. 233· ἀπέχων, ἀπομεμακρυσμένος, ἄρουρα ὁ αὐτ. Τρ. 32· ἔκτοπος ἔστω, ἂς φύγῃ, ἂς ἀπομακρυνθῇ ἐκ τοῦ τόπου, Εὐρ. Βάκχ. 70. ΙΙ. ξένος, τέθνηκεν αὐτὴ πρὸς αὐτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου, οὐχὶ ὑπὸ ξένης χειρός, Σοφ. Τρ. 1132 (ὁ Meineke εἰκάζει: ἐντόπου ἐπιτοπίου). 2) ἔξω τοῦ συνήθους, παράδοξος, ἔκτακτος, δένδρον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1474· ὁτιοῦν τῶν ἐκτ. Πλάτ. Νόμ. 799C· χειμὼν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 12· στοιχεῖα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. σ. 1. 8, 17· ἱστορία ἔκτ. Πλούτ. 2. 977Ε· ἐπὶ προσώπων, παράδοξος, παράξενος, ἰδιότροπος, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 20· πρβλ. ἄτοπος. - Ἐπίρρ. ἐκτόπως, ὑπερβαλλόντως, ὑπερφυῶς, ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 37, Πολύβ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 ôté de sa place, déplacé, éloigné de, gén. ; éloigné, distant;
2 étranger;
3 étrange, extraordinaire.
Étymologie: ἐκ, τόπος.
Spanish (DGE)
-ον
I en sent. fís.
1 alejado, distante c. gen. τῶνδ' ἑδράνων S.OC 233, γῄτης ὅπως ἄρουραν ἔκτοπον λαβών como un labrador que adquiere un campo alejado S.Tr.32, ἔ. ἔστω ... ἅπας que salga todo el mundo E.Ba.69.
2 extranjero, extraño αὐτὴ πρὸς αὑτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου (τέθνηκεν) ella ha muerto por su propia mano, no por la de ningún extraño S.Tr.1132.
II fig.
1 de cosas y abstr. extraordinario, asombroso, fuera de lo normal ἔστι γὰρ δένδρον πεφυκός ἔκτοπόν τι Ar.Au.1474, ἀκούσας ὁτιοῦν τῶν ἐκτόπων Pl.Lg.799c, ἡ ὑγρότης πολλὴ, καὶ ὁ χειμὼν ἔ. hay mucha humedad y el frío invernal es extraordinario Thphr.CP 6.18.12, πνεῦμα Thphr.Ign.22, ἀηδία τις συμβέβηκεν ἔ. ha ocurrido un contratiempo asombroso Men.Sam.434, ὦ Ζεῦ Σῶτερ, ἐκτόπου θέας ¡Zeus Salvador, qué asombrosa visión! Men.Dysc.690, ὢ τῆς οἰκίας τῆς ἐκτόπου ¡qué casa más extravagante! Men.Dysc.624, ἱστορία Plu.2.977d, τάρβος Aret.SD 1.5.6, ἡ ἔ. πλεονεξία la extraordinaria codicia Luc.Iud.Voc.6, ζηλοτυπία τις ... καὶ ἔρως ἔ. Luc.DMeretr.15.2, cf. Ph.2.414, τὸ ἔκτοπον καὶ ξένον καὶ καινὸν ὄντως Ph.1.619, φαντασίαι Meth.Symp.106
•peyor. aberrante, descabellado βλασφημία Gr.Nyss.Eun.1.521, ἀσέβεια Pamph.Mon.Solut.12.143.
2 de pers. raro, excéntrico Arist.Pr.954b2.
III adv. ἐκτόπως
1 extraordinariamente πυρῶδες μὲν καὶ θερμὸν ἐκτόπως Arist.Mir.833a15, ἀγαπῶ τ' ἐ. Men.Dysc.824, ἐκτόπως φιλάργυρος PPetr.3.53j.14 (III a.C.), ὄψις ... ἐκτόπως ἦν ... φοβερά Plb.32.3.8, ἡ ... Πλατωνικὴ διάλεκτος ... ἐκτόπως ἡδεῖά ἐστιν D.H.Dem.5.2, σπουδάζουσι δ' ἐ. I.BI 2.136, ἐκτόπως φιλεργοί Ant.Lib.10.1.
2 raramente οἱ ... Πυθαγόρειοι ταῖς μὲν ἀρχαῖς καὶ τοῖς στοιχείοις ἐκτοπωτέρως χρῶνται τῶν φυσιολόγων los pitagóricos se sirven de los principios y elementos con menor frecuencia que los filósofos naturales Arist.Metaph.989b30 (cód.).
3 desordenada, viciosamente οἱ ἐ. βεβιωμένοι Cyr.Al.M.69.1084B.
Greek Monolingual
ἔκτοπος, -ον (AM)
I. 1. απομακρυσμένος από έναν τόπο
2. ξένος, αλλοδαπός
3. ασυνήθιστος, έκτακτος, παράλογος, παράδοξος, άτοπος
4. (για πρόσ.) ιδιότροπος, παράξενος, εκκεντρικός, ο εκτός τόπου
5. «ἔκτοπον
ἔξοδον» (Ησύχ.)
II. επίρρ. ἐκτόπως
εκτάκτως, ασυνήθιστα, υπερβολικά, παράδοξα, θαυμαστά.
Greek Monotonic
ἔκτοπος: -ον, 1. αυτός που είναι έξω από έναν τόπο, μακριά από αυτόν, με γεν., σε Σοφ.
2. απόλ., απομακρυσμένος, στον ίδ.· ἔκτοπος ἔστω, ας φύγει, ας απομακρυνθεί από τον τόπο αυτό, σε Ευρ.
II. 1. ξένος, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου, όχι από ξένο χέρι, σε Σοφ.
2. αυτός που βρίσκεται έξω απ' το συνηθισμένο, παράδοξος, αλλόκοτος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκτοπος:
1) отдаленный, далекий, дальний (ἄρουρα Soph.): τῶνδ᾽ ἑδράνων ἔ. ἔκθορε Soph. беги прочь из этого места;
2) посторонний, чужой: αὐτὴ πρὸς αὑτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου τέθνηκεν Soph. (Деианира) погибла от собственной руки, не от чужой;
3) необычайный, странный (δένδρον Arph.; στοιχεῖα Arst.; ἱστορία Plut.);
4) со странностями, чудаковатый (μελαγχολικὸς καὶ ἔ. Arst.).
Middle Liddell
ἔκ-τοπος, ον
I. away from a place, away from, c. gen., Soph.
2. absol. distant, Soph.; ἔκτοπος ἔστω let him leave the place, Eur.
II. foreign, strange, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου by no strange hand, Soph.
2. out of the way, strange, extraordinary, Ar.