ἰσομέτρητος

From LSJ
Revision as of 17:29, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομέτρητος Medium diacritics: ἰσομέτρητος Low diacritics: ισομέτρητος Capitals: ΙΣΟΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: isométrētos Transliteration B: isometrētos Transliteration C: isometritos Beta Code: i)some/trhtos

English (LSJ)

ον, of equal measure or weight, εἰκών Pl.Phdr.235d, Plu.Sol.25; τινι D.C.59.11, cf. Max.Tyr.31.2.

German (Pape)

[Seite 1265] gleich gemessen, von gleicher Größe, von Lebensgröße, εἰκών Plat. Phaed. 235 d, ἀνδριάς Plut. Sol. 25, ἄγαλμα D. Cass. 59, 11, a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une mesure ou d’une grandeur égale.
Étymologie: ἴσος, μετρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομέτρητος: -ον, ἔχων ἴσον μέτρον, ἀνάλογος, Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, Ἀριστ. Ἀποσπ. 377· τινι, πρός τινα, Δίων Κ. 59. 11. - Ἐπίρρ. -τως, Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 70.

Greek Monolingual

ἰσομέτρητος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσο μέτρο ή βάρος ή αξία με άλλον, ίσος με άλλον, ανάλογος («χρυσῆν εἰκόνα ἰσομέτρητον», Πλάτ.)
επίρρ...
ἰσομετρήτως (Α)
ανάλογα με την ανάγκη, με το μέτρο της χρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μετρητος (< μετρῶ), πρβλ. αερομέτρητος, κακομέτρητος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσομέτρητος: равный по размерам (подлиннику), в натуральную величину (εἰκών Plat.; ἀνδριάς Arst., Plut.).