δικαιοπραγέω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
act honestly, Arist.EN1135a16, PTeb.183 (ii B. C.), Ceb.41, Plu.Sol.5, Sallust.19, etc.; τὰ μεγάλα Jason ap.Plu.2.135f; πρός τινα Arist.Rh.1373b22.
Spanish (DGE)
1 obrar con justicia, honestamente ἀδικεῖν καὶ δικαιοπραγεῖν Arist.Rh.1373b22, EN 1135a17, τὸ φρονεῖν ἐν μόνῳ τῷ δ. τιθέμενος M.Ant.4.37, cf. Aristeas 231, PTeb.183 descr. (II a.C.), IPr.108.105 (II a.C.) en Sitz.Wien.183(3).1921.51, ICr.1.16.17.10 (Lato II a.C.), Ceb.41, Ph.1.551, Plu.Sol.5, Ath.307c, Clem.Al.Strom.4.17.107, Origenes M.12.1148B, Basil.M.29.305A, φόβῳ δικαιοπραγοῦντες ἄνθρωποι Sallust.19, c. ac. de rel. ἕνεκα τοῦ τὰ μεγάλα δικαιοπραγεῖν Plu.2.135f
•en v. med. mismo sent., c. dat. μὴ δικαιοπραγουμένου μου τῷ κεφαλαίῳ καὶ τόκοις si no obro con justicia en relación con el capital y los intereses, POxy.2722.43 (II d.C.).
2 en v. pas. recibir satisfacción, POsl.40.18 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 626] gerecht handeln, im Ggstz von ἀδικεῖν, Arist. rhet. 1, 23 Eth. 1, 8, 12 u. öfter, wie Sp., z. B. Plut. πρός τινα, sol. anim. 6, entgeggstzt παρανομεῖν. Sol. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pratiquer la justice.
Étymologie: δίκαιος, πράσσω.
Russian (Dvoretsky)
δῐκαιοπρᾱγέω: поступать справедливо, быть честным Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιοπρᾱγέω: τὰ δίκαια πράττω, ἀσκῶ δικαιοσύνην, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 3, Ἠθ. Ν. 5. 9, 2.
Greek Monotonic
δῐκαιοπρᾱγέω: μέλ. -ήσω, ενεργώ δίκαια, με τιμιότητα, σε Αριστ.
Middle Liddell
to act honestly, Arist.