ἀδάμαστος

From LSJ
Revision as of 14:05, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδάμαστος Medium diacritics: ἀδάμαστος Low diacritics: αδάμαστος Capitals: ΑΔΑΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: adámastos Transliteration B: adamastos Transliteration C: adamastos Beta Code: a)da/mastos

English (LSJ)

ον, (δαμάω) unsubdued, inflexible, of Hades, Il.9.158, cf. Phld.D.1.18: later in the proper sense, untamed, unbroken, πῶλος X.Eq.1.1, cf. Corn.ND20; ἀ. πᾶσιν Timo9.1.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰδᾰ-]
I 1no domado, indómito πῶλος X.Eq.1.1, ἵππος LXX Si.30.8, Plu.2.2e, λέων Ps.Dosith.15
de un campo ἀγεώργητος καὶ ἀ. no cultivado ni roturado, PSI 316.13 (IV d.C.).
2 de pers., fig. no sometido, no subyugado por, inocente πονηρίᾳ Clem.Al.Paed.1.5.15.
II 1indomable, inflexible, indoblegable, inexorable del Hades Il.9.158, Phld.D.1.18.24, del carácter de una persona, X.Mem.4.1.3, πάθη LXX 4Ma.15.13, Ἔρως Nonn.D.2.223, de una bacante en trance, Nonn.D.15.77, χρόνος Nonn.Par.Eu.Io.10.18.
2 infrangible, inquebrantable del diamante λίθος Lex.Gr.Naz.α 36
fig. indestructible, inmortal, eterno de los ángeles y las almas, Meth.Res.1.47, de Lázaro νεκρόν Nonn.Par.Eu.Io.11.44.
III adv. -ως de manera inflexible τῶν αἰσθητῶν προνοεῖ Procl.in Ti.2.314.15.

German (Pape)

[Seite 31] ungebändigt, πῶλος Xen. Equ. 1, 1; unerbittlich, Ἀίδης τοι ἀμείλιχος ἠδ' ἀδάμαστος Hom. Iliad. 9, 158 (ἅπαξ εἰρημ.), Nach Elmsl. zu Soph. O. R. 208 ist diese Form in den Trag. überall zu ändern; doch vgl. Eur. Phoen. 640.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indomptable, inflexible.
Étymologie: , δαμάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀδάμαστος: (δᾰ)
1) непреклонный, неумолимый (Ἀΐδης Hom.);
2) неукрощенный, необъезженный (πῶλος Xen.; ἵπποι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδάμαστος: -ον, (δαμάω) ἐπίθ. τοῦ Ἅιδου, ἄκαμπτος, Ἰλ. Ι. 158· παρὰ τοῖς μετέπειτα ἐν τῇ κυριολεκτ. σημασίᾳ, ἄδμητος, μὴ ἡμερωθεὶς ἔτι, ἵππος, Ξεν. Ἱππ. 1. 1.

English (Autenrieth)

(δαμάζω): not to be prevailed over, i. e. ‘inexorable,’ Ἀίδης, Il. 9.158†.

Greek Monotonic

ἀδάμαστος: -ον (δαμάω), επίθ. του Άδη, άκαμπτος, ανένδοτος, ανυποχώρητος, αδιαπραγμάτευτος, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική σημασία, αδάμαστος, αλύγιστος, μη εξημερωμένος· ἵππος, σε Ξεν.

Middle Liddell

δαμάζω
epithet of Hades, inflexible, Il.:—later in the proper sense, untamed, unbroken, ἵππος Xen.

Mantoulidis Etymological

(=ἀλύγιστος). Ἀπό τό α στερητ. + δαμάω. Δές για περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δαμάω.