χέραδος
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
εος, τό, silt, gravel, and rubbish, brought down by torrents, ἅλις χέραδος περιχεύας Il.21.319; μὴ κίνη χέραδος Sapph. 114, cf. Alc.105 Lobel, Pi.P.6.13, A.R.1.1123; χεράδες (pl.) is given by Hsch., χεράδας is f.l. in Sapph. l.c. (ap.EM808.39), and so χεράδι (for χεράδει) in Pi. l.c., and χεράδος (for χέραδος) in A.R. l.c.; χέραδος is confirmed by Sch.Il.l.c., Apollon. Lex., EM808.40.
German (Pape)
[Seite 1349] τό, wie χεράς, Geröll von Sand u. Steinen, Kies, dergleichen die Flüsse anschwemmen, Il. 21, 319, wo aber schon alte Gramm. es für den gen. von χεράς nahmen, es χεράδος betonten u. mit ἅλις verbanden.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. acc. sg.
tas de petites pierres et de sable, gravier.
Étymologie: apparenté à χαράδρα ; sel. d'autre, à χέρρος, ξηρός.
Russian (Dvoretsky)
χέρᾰδος: τό (только acc. sing.) мелкие камешки с песком, гравий Hom.
Greek (Liddell-Scott)
χέρᾰδος: τό, ἰλύς, ἄμμος μετὰ λίθων, λιθάρια καὶ συρφετός, τὰ ὁποῖα καταβιβάζουσιν οἱ χείμαρροι, ἅλις χέραδος περιχεύας, «τῆς ὑπὸ τῶν ποταμῶν ἀθροιζομένης ψάμμου καὶ ξύλων συγκομιδῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 319· πρβλ. χερμάδιον. - Μεταγεν. γραμμ. ἔγραψαν χεράδος, ὡς γεν. τοῦ χεράς, ἡ· - ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἅλις, ἀπολ., χωρὶς νὰ συντάσσῃ αὐτὸ μετὰ γεν.· οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν κριτικῶν ὁμοθύμως δέχονται χέραδος, ἴδε τὰ ἀρχαῖα σχόλια ἐν τόπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρικ., Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ ὁ Γαλην. ἐν Λεξ. Ἱππ. μνημονεύει ὡς γενικὴν χεράδεως. Οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1123, τὰ Ἀντίγραφα καὶ Σχόλια ἔχουσι χέραδος· ἐν Πινδ. Π. 6. 13, ὁ Böckh διορθοῖ χεράδει (ἀντὶ χεράδι) ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμ. 808, 44· καὶ ἐν Σαπφ. 114, ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι μὴ κίνη χέραδος (ἀντὶ μὴ κενή). Διὸ ὁ τύπος χερὰς πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὡς πλάσμα τῶν Γραμματικῶν, ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. (Πιθανῶς συγγενὲς ταῖς λ. χερμάδιον, χερμάς, καὶ τῇ ῥίζῃ χέρρος, ξηρός, μετὰ τῆς ῥιζικῆς σημασίας τοῦ τραχύς, σκληρός). - Καθ’ Ἡσύχ.: «χέραδος· ἡ μετ’ ὀστράκων καὶ λίθων ὕλη», καὶ «χεράδες· αἱ τῶν χειμάρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις».
English (Autenrieth)
εος: gravel, pebbles, Il. 21.319†.
English (Slater)
χέρᾰδος silt, debris carried by a torrent τὸν (sc. θησαυρὸν ὕμνων) οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι παμφόρῳ χεράδει τυπτόμενον (Beck: χεράδι codd.) (P. 6.13) χεράδει σποδέων fr. 327.
Greek Monolingual
-άδους και -άδεος, τὸ, Α
1. άμμος με πέτρες και άλλες φερτές ύλες που κατεβάζουν τα ποτάμια («ἅλις χέραδος περιχεύας», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «χέραδος... τὸ συναγόμενον ἐν τῇ ῥύσει τοῦ ποταμοῦ πλῆθος ἰλύος καὶ ὀστράκων καὶ λίθων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει μάλλον να συνδεθεί με τις λ. χερμάς «λίθος» και χαράδρα. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα gher- «τρίβω» (πρβλ. πιθ. κέγχρος). Παρλλ. προς τον τ. χέραδος απαντά και ένας τ. γεν. πτώσης χαράδεος (το -α- του τ. έχει προέλθει με αφομοίωση του -ε- ή αναλογικά προς τον τ. χαράδρα), ο οποίος επιβεβαιώνει το ουδ. γένος της λ. (για έναν τ. θηλ. βλ. λ. χεράς)].
Greek Monotonic
χέρᾰδος: -εος, τό, λάσπη, άμμος, χαλίκια και σκουπίδια, λάσπη που κατεβάζουν οι χείμαρροι, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
χέρᾰδος, εος, τό,
the mud, sand, gravel, and rubbish, silt, brought down by torrents, Il. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
χέραδος: {khérados}
Forms: Dat. χεράδει od. -ι (Pi. P. 6, 13, Fr. 327), Gen. χαράδεος = χαράδρας (Tab. Heracl. 1, 60); auch χεράς· τὸ ἀπὸ θαλάσσης καὶ ποταμῶν λιθῶδες und χεράδες· αἱ τῶν χειμάρρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις H. (ähnl. EM u.a.).
Grammar: n. (χεράδος Gen. f. ? s. unten)
Meaning: Geröll, Kies, Geschiebe (Φ 319, Sapph. 145, Alk. Z 20, 1, A. R. 1, 1123),
Composita: Dazu als Hinterglied in πολυσχεράδος Μυκόνοιο (Euph.; wohl durch falsche Worttrennung in Φ 319).
Derivative: Daneben χαράδρα f. ‘trockenes Bett eines Bergstroms, (im Sommer ausgetrockneter) Sturzbach, durch fließendes Wasser verursachter Hohlweg’ (seit Il.); auch χάραδρος m.’ds.’ (delph., böot., Plu.), auch FlN (Th., Paus.), myk. ka-ra-do-ro? Ableitungen: 1. χαράδριον (Str.), -ειον (Nik.) n. ib.. 2. -εών, -εῶνος m. ‘Ort mit vielen χ.’ (Hdn.). 3. -ώδης ’χ. -ähnlich, voll von χ.’ (Str., Dsk.), -αῖος ‘zu einer χ. gehörig’ (APl., Nonn.), gefurcht, gezackt (Nonn.), -ήεις ‘ds., voll von χ.’ (Nonn.). 4. -όομαι, -όω, auch m. ἐκ-, ‘von χ. gefüllt od. zersetzt werden, eine χ. bilden, zerklüften’ (Hdt., Hp., Plb., Str.). 5. χαραδριός m. N. eines Vogels, viell. Regenpfeifer (ion. att.), nach Arist. weil er in den χαράδραι lebt (Volksetymologie ? Näheres bei Thompson s.v.), Bildung wie ἐρῳδιός, αἰγυπιός u.a.
Etymology: Die Authentizität des Neutrums χέραδος wird durch den Gen. χαράδεος (mit Vokalassim. oder nach χαράδρα) bezeugt. Die feminine Form χεράς, die schon im Altertum aus dem zweideutigen χεραδος (χέραδος Akk. n. oder χεράδος Gen. f. ?) herausgelesen wurde und bei H., EM u. a. neben χέραδος direkt vorliegt, lehnt sich an λιθάς, δειράς u. a. an; zur weiteren Diskussion Leumann Hom. Wörter 161 f. Zu χέραδος tritt χαράδρα (Ablaut od. Vokalassim. ? Schwyzer 255 und 360) wie ἕδος: ἕδρα, ἔχθος: ἔχθρα u. a.; zur Bildung vgl. noch πέτρα, τάφρη usw. Die χαράδρα hat also ihren Namen nach dem für sie bezeichnenden Geröll; vgl. Risch ̨ 31 c und herakl. χαράδεος (eig. Geröll) = χαράδρας. Die ältere Anknüpfung an χαράσσω (Bq, WP. 1, 602, Pok. 441 u.a.) ist aufzugeben. — Ohne überzeugende Etymologie. Von Persson Stud. 73 mit χέρμα und κέγχρος zu einer Wurzel gher- reiben gezogen; mit -s- ncch aind. ghárṣati reiben (Persson 84) und russ. goróch Erbse usw. (s. Lit. bei Vasmer s.v.). Dazu nach Froehde BB 21, 326 (mit Vaniček) lat. furfur Balg, Hülse des Getreides und der Hülsenfrüchte, Kleie. WP. 1, 605f., Pok. 439f. Petruševski Živa Ant. 16, 310 zieht noch heran die maked. Stadt- bzw. Gebirgsnamen Γαλάδραι und Γάλαδρος. Kombinationen mit illyr., thrak. und iran. Flußnamen bei Rosenkranz Beitr. z. Namenforsch. 4, 286. — S. auch χόνδρος.
Page 2,1087-1088