ψῦχος
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
εος, τό, A (ψύχω ΙΙ) cold, Emp.65.2; opp. θάλπος, Hp.Aph.3.4; opp. ἀλέα, Arist.HA598a1; opp. καύματα, Id.Mete.362b17; ἐν ψύχει in winter-time, S.Ph.17; ἐν τῷ ψ. καθηῦδον Pl.Smp.220d; ψ., = ῥῖγος, Hermipp.97: pl. ψύχεα frosts, cold weather, Hdt.4.28, 129, 5.10; ψύχη X.Oec.5.4, Cyn.5.9; ἐν τοῖς σφόδρα ψ. καὶ ἐν ταῖς σφόδρα ἀλέαις Arist.HA599a19, cf. Mete.379a26; sg., Hp.VM16. 2 once in Hom., coolness, ψύχεος ἱμείρων Od.10.555: metaph., ψ. ἐν δόμοις πέλει A.Ag.971.
German (Pape)
[Seite 1404] τό, Kühle, Abkühlung, Erfrischung, Od. 10, 555; Kälte, Frost, ἐν ψύχει μὲν ἡλίου διπλῆ πάρεστιν ἐνθάκησις Soph. Phil. 17; ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον Plat. Conv. 220 d; öfters bei Her., der auch den plur. ψύχεα braucht, 4, 38, wie Xen. Oec. 5, 3 Cyn. 5, 9. – Übertr., Unglück, Aesch. Ag. 945. – [Wegen der Länge des υ ist die Betonung ψύχος falsch.]
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 souffle frais, fraîcheur, froid;
2 saison froide, hiver ; fig. malheur.
Étymologie: R. Ψυχ, souffler ; cf. ψυχή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψῦχος -ους, τό, zonder contr. -εος [ψύχω] koude, koelte; ook plur.; overdr.: ψῦχος ἐν δόμοις πέλει er heerst kilte in het paleis Aeschl. Ag. 971.
Russian (Dvoretsky)
ψῦχος: εος τό ψύχω
1 прохлада, холодок Hom., Aesch.: ἐν τῷ ψύχει καθεύδειν Plat. спать на холодке;
2 тж. pl. холод, стужа Soph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ψῦχος: -εος, τό, (ψύχω) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς ψύχρα, κρύον, Ἐμπεδ. 330· ἀντίθετον τῷ θάλπος, Ἱππ. 1246· ἀντίθετον τῷ ἀλέω, Ἀριστοτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 13, 1· τῷ καύματα, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 5, 15· ἐν ψύχει, ἐν ὥρᾳ χειμῶνος, Σοφ. Φιλ. 17· ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον Πλάτ. Συμπ. 220D· -ἐν τῷ πληθ. ψύχεα, ὡς τὸ Λατινικ. frigora, παγετός, ψυχρὰ κατάστασις τῆς ἀτμοσφαίρας, ψύχρα, Ἡρόδ. 4. 28, 239., 5. 10· οὕτω ψύχη Ξεν. Οἰκον. 5, 4, Κυν. 5, 9· ἐν τοῖς σφόδρα ψύχεσι καὶ ἐν ταῖς σφόδρα ἀλέαις Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 13, 16, πρβλ. Μετεωρολ. 4. 1, 10. 2) μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ «δροσιά», ἀνάψυξις, ψύχεος ἱμείρων, «τουτέστι ἀναψῦξαι θέλων καὶ αὔρας ἐπιθυμῶν διὰ τὸ ἐκ τῆς μέθης τυχὸν πνῖγος» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 555· οὕτω μεταφορ., ψ. ἐν δόμοις πέλει Αἰσχύλ. Ἀγ. 971.
English (Autenrieth)
εος (ψύχω): cold, coolness, Od. 10.555†.
English (Thayer)
(R G Tr WH), more correctly ψῦχος (L T; cf. (Tdf. Proleg., p. 102); Lipsius, Grammat. Untersuch., p. 44 f), ψύχους, τό, (ψύχω, which see), from Homer down, cold: קֹר, קָרָה, Job 37:8.
Greek Monolingual
το / ψῡχος, ΝΜΑ
έλλειψη θερμότητας, κρύο, ψύχρα
αρχ.
1. δροσιά
2. μτφ. λύπη
3. φρ. «ἐν ψύχει» — κατά τον χειμώνα (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψύχω (II)].
(I)
ο, Ν
γιορτή στην μνήμη τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. πληθ. τῶν ψυχῶν, που εκλήφθηκε ως αιτ. τὸν ψυχόν].
(II)
ὁ, Α
βλ. ψυγός.
Greek Monotonic
ψῦχος: -εος, τό (ψύχω)·
1. κρύο, ψύχρα, ἐν ψύχει, τον χειμώνα, σε Σοφ.· ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον, μέσα στο κρύο, σε Πλάτ.· πληθ., ψύχεα, Αττ. ψύχη, Λατ. frigora, παγετός, ψυχρή κατάσταση της ατμόσφαιρας, κρύος καιρός, ψύχρα, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. ψύχρα, δροσιά, ψύχεος ἱμείρων, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., ψῦχος ἐν δόμοις πέλει, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ψῦχος, ος, εος, τό, ψύχω
1. cold, ἐν ψύχει in winter-time, Soph.; ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον in the cold, Plat.;— pl. ψύχεα, attic ψύχη, Lat. frigora frosts, cold weather, Hdt., Xen.
2. coolness, cool, ψύχεος ἱμείρων Od.; metaph., ψ. ἐν δόμοις πέλει Aesch.
Chinese
原文音譯:yÚcoj 普需何士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:涼爽
字義溯源:寒冷,冷,天冷;源自(ψύχω)*=呼氣,活著)
出現次數:總共(3);約(1);徒(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 寒冷(2) 徒28:2; 林後11:27;
2) 天冷(1) 約18:18
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
τό (=τό κρύο). Ἀπό τό ψύχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.