Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεῖπον

From LSJ
Revision as of 08:40, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3, $4 :")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεῖπον Medium diacritics: διεῖπον Low diacritics: διείπον Capitals: ΔΙΕΙΠΟΝ
Transliteration A: dieîpon Transliteration B: dieipon Transliteration C: dieipon Beta Code: diei=pon

English (LSJ)

in Hom. also διαεῖπον (v. infr.), serving as aor. 2 to διαγορεύω:—A tell fully or distinctly, μεμιγμένοι… ἦ ἀπάνευθε; δίειπέ μοι, ὄφρα δαείω Il.10.425; τρόπον πόνων S.Tr.22; declare, of an oracle, Id.OT854; interpret a riddle, ib.394, cf. Pl.Plt.275a. 2 speak one with another, converse, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν Od.4.215. II Med., fix upon, agree, διειπάμενος ἐν ᾧ [χρόνῳ] ἀποδώσει Arist.Oec.1351b5: abs., Id.EE1243a31, Leg.Gort.9.27.

Spanish (DGE)

v. διαλέγω.

French (Bailly abrégé)

1 expliquer clairement, acc.;
2 déclarer en parl. d'un oracle;
3 dire en échange, échanger des paroles, s'entretenir : ἀλλήλοισιν OD les uns avec les autres.
Étymologie: διά, εἶπον.
2v. διέπω.

Russian (Dvoretsky)

διεῖπον:
I [aor. 2 к διαγορεύω
1 поговорить, побеседовать (ἀλλήλοισιν Hom.);
2 обстоятельно рассказать (τι Plat.);
3 возвестить, предсказать (φόνος, ὃν Λοξίας διεῖπε χρῆναι θανεῖν Soph.);
4 разгадать (τὸ αἴνιγμα Soph.);
5 med. установить, определить (ἐν ᾧ χρόνῳ ἀποδώσει, sc. τὰ χρήματα Arst.).
II impf. к διέπω.

Greek (Liddell-Scott)

διεῖπον: παρ’ Ὁμήρῳ ὡσαύτως διαεῖπον (ὃ ἐ. διαϝεῖπον), χρησιμεῦον ὡς ἀόρ. β΄ τοῦ διαγορεύω· - λέγω ἐντελῶς, λέγω ἀνελλιπῶς ἢ σαφῶς, τὰ ἕκαστα διείπομεν Ἰλ. Λ. 705, Ὀδ. Μ. 16· μεμιγμένοι…, ἢ ἀπάνευθε; δίειπέ μοι, ὄφρα δαείω Ἰλ. Κ. 425· τὸ αἴνιγμα δ. Σοφ. Ο. Τ. 394· τρόπον πόνων ὁ αὐτ. Τρ. 22· διακηρύττω, προλέγω ἐπὶ χρησμοῦ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 854· ἑρμηνεύω αἴνιγμα ἢ γρῖφον, αὐτόθι 394· οὕτω παρὰ Πλάτ. 2) ὁμιλῶ ἀμοιβαίως, διαλέγομαι, συνομιλῶ, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν Ὀδ. Δ. 215. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁρίζω τι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, συμφωνῶ, ἐν ᾧ χρόνῳ ἀποδώσει Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 1, πρβλ. Ἠθ. Ε. 7. 10, 22. - Πρβλ. διερῶ, διείρηκα.

English (Autenrieth)

(ϝεῖπον), inf. διαειπέμεν, imp. δίειπε: tell or talk over fully, Il. 10.425 and Od. 4.215.

Greek Monotonic

διεῖπον: στον Όμηρ. επίσης δια-εῖπον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του διαγορεύω·
1. λέω εντελώς, μιλώ ολοκληρωμένα ή με σαφήνεια, σε Όμηρ., Σοφ.· εξηγώ, ερμηνεύω αίνιγμα ή γρίφο, στον ίδ.
2. μιλώ, συζητώ με κάποιον άλλο, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν, σε Ομήρ. Οδ. (μέλ. δι-ερῶ, Παθ. αόρ. αʹ δι-ερρήθην).

Middle Liddell

in <bibl>Hom.</bibl> also δια-εῖπον The fut. is δι-ερῶ aor1 pass. δι-ερρήθην. [serving as aor2 to διαγορεύω
1. to say through, tell fully or distinctly, Hom., Soph.: to interpret a riddle, Soph.
2. to speak one with another, converse, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν Od.