παρασημαίνω
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
German (Pape)
[Seite 497] 1) daneben, an der Seite bezeichnen, Arist. top. 1, 12 rhet. 2, 22 u. Sp.; – im med. für sich bezeichnen, sich anmerken, beobachten, Pol. 16, 22, 1; aus einen Zeichen abnehmen, einsehen, ἐξ ὧν καὶ παρασημήναιτ' ἄν τις τὴν κατάπληξιν, 3, 90, 14; – besiegeln; nach Moeris ist παρασημαίνεσθαι att. für das hellenistische παρασφραγίζεσθαι; so nur im med., τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω, Plat. Legg. XII, 954 b, neben das vorhandene Siegel ein anderes drücken; παρασημήνασθαι τὰς διαθήκας, von den Zeugen, die ihr Siegel beidrücken, Dem. 28, 5; τὰ σημεῖα ἐᾶν τῶν οἰκημάτων, ἃ παρεσημηνάμην, 42, 2, u. oft. – 2) ein Zeichen od. Siegel, auch Geld verfälschen, falsches Geld schlagen, ἀργύριον παρασεσημασμένον, Poll. 3, 86; auch von einem falsch gebildeten od. gebrauchten Worte, Gramm.
Greek Monolingual
κυρίως το μέσ. παρασημαίνομαι ΝΜΑ
βάζω ψευδές σήμα, παραχαράσσω, παραποιώ
νεοελλ.-μσν.
φανερώνω με σημεία, συμβολίζω
νεοελλ.
μέσ. παρασημαίνομαι
μαθαίνω κάτι με σήματα ή σύμβολα
αρχ.
1. (για ζώα) εκδηλώνω, προδίδω με την έκφραση
2. βάζω σημάδι δίπλα σε κάποιο άλλο, κοντά στην υπάρχουσα σφραγίδα βάζω άλλη, επισφραγίζω
3. βάζω την σφραγίδα μου, σφραγίζω
4. σημειώνω, σφραγίζω πάνω σε κάτι
5. σημειώνω στο περιθώριο
6. παρατηρώ, συμπεραίνω
7. σημειώνω με φθογγόσημα, γράφω νότες
8. (κατά τον Ησύχ.) «παρασημαίνει
παραδηλοῑ».
Russian (Dvoretsky)
παρασημαίνω:
1 med. накладывать рядом новую печать, дополнительно опечатывать (τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων Dem.): τὰ σεσημασμένα παρασημαίνεσθαι Plat. прилагать свою печать к (уже) опечатанному;
2 med. ставить сбоку пометку, помечать рядом (τὰς ἑκάστων δόξας Arst.);
3 med. подмечать, замечать (себе) Polyb.;
4 med. усматривать, заключать (τι ἔκ τινος Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-σημαίνω van een tegenzegel voorzien:. τὰ... σεσημασμένα παρασημηνάσθω wat verzegeld is, moet van een tegenzegel worden voorzien Plat. Lg. 954b.