επίσημος

From LSJ
Revision as of 12:30, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM επίσημος, -ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος)
1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.)
2. σπουδαίος, σημαντικός
3. γιορταστικός, ξεχωριστόςεπίσημα ρούχα»)
νεοελλ.
1. έγκυρος, σοβαρός («επίσημη πρόταση γάμου»)
2. αυτός που προέρχεται από δημόσια ή αναγνωρισμένη αρχή ή από έγκυρη πηγήεπίσημο έγγραφο»)
3. ως ουσ. οι επίσημοι
αυτοί που κατέχουν ανώτατα δημόσια αξιώματα
αρχ.
1. αυτός που έχει σημείο, που φέρει επιγραφή ή άλλη παράσταση
2. (για νόμισμα) χαραγμένο
3. ενεπίγραφος («ἄλλα τε ἀναθήματα οὐκ ἐπίσημα πολλὰ ἀπέπεμψε ἅμα τούτοισι ὁ Κροῑσος», Ηρόδ.)
4. (για ασπίδα) αυτή που έχει σύμβολο επάνω
5. (για επιληπτικούς) αυτός που έχει φανερά τα σημάδια της αρρώστιας
6. (για πρόβατο) ποικιλόχρωμο, παρδαλό
7. διακριτικός, αυτός που χρησιμεύει για διάκριση («τοῖς δ’ ὄνομ’ ἄνθρωποι κατέθεντ’ ἐπίσημον ἑκάστῳ», Παρμεν.)
8. (για πρόσ.) επιφανής («Ἑλλήνων μέν τινες ἐπίσημοι βουλόμενοι γενέσθαι», Ηρόδ.)
9. (με μειωτική σημ.) περιβόητος, διαβόητος («βίου δὲ διὰ δημοκοπίαν και προπέτειαν επισήμου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σήμα. Η λ. επίσημος σήμαινε αρχικά τον έχοντα στην επιφάνειά του κάποιο σήμα ή σφραγίδα (κυρίως για νομίσματα), άρα τον προερχόμενο από κάποια δημόσια ή κρατική αρχή. Αυτή η σημασία εύκολα επεκτάθηκε σε «ἐγκυρος, αυθεντικός», για να καταλήξει σε «σπουδαίος, σημαντικός, αξιοσημείωτος»].