νεκτάρεος

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκτάρεος Medium diacritics: νεκτάρεος Low diacritics: νεκτάρεος Capitals: ΝΕΚΤΑΡΕΟΣ
Transliteration A: nektáreos Transliteration B: nektareos Transliteration C: nektareos Beta Code: nekta/reos

English (LSJ)

[ᾰ], έα, Ion. έη, εον, nectarous, in Hom. of garments, i.e. fragrant, ν. ἑανός, χιτών, Il.3.385, 18.25; ν. σπονδαί Pi.I.6(5).37; κύλιξ AP6.248 (Marc. Arg.); Βρομίου νεκτάρεαι προπόσεις BMus.Inscr.1036 (Caria); τὸ ν. πόμα Luc.Herm.60: neut. as adverb, νεκτάρεον μείδησε A.R.3.1009.

German (Pape)

[Seite 238] wie Nektar duftend, od. allgem. wie Nektar, göttlich, schön; ἑανόν, Il. 3, 385; χιτών, 18, 25; vgl. ἀμβρόσιος. – Von Nektar, νεκταρέαις σπονδαῖσιν Pind. I. 5, 37; τὸ νεκτάρεον πόμα, Luc. Hermot. 60.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de nectar;
2 divin, précieux.
Étymologie: νέκταρ.

Russian (Dvoretsky)

νεκτάρεος: (ᾰ)
1 нектарный (σπονδαί Pind.; πόμα Luc.; κύλικες Anth.);
2 благоухающий, словно нектар или божественно-прекрасный (ἑανός, χιτών Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

νεκτάρεος: έα, Ἰων. έη, εον, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ἐνδυμάτων, ὡς νέκταρ εὐωδιάζων, εὐώδης, πιθανῶς· ἢ καθόλου, θεῖος, λαμπρός, ἔξοχος (πρβλ. ἀμβρόσιος), ν. ἑανόν, χιτὼν Ἰλ. Γ. 385., Σ. 25· - κυριολεκτικῶς: ν. σπονδαί, σπονδαὶ ἐκ νέκταρος, Πινδ. Ι. 6 (5)· 54· κύλιξ Ἀνθ. Π. 6. 248. τὸ ν. πόμα Λουκ. Ἑρμότ. 60·- οὐδ. ὡς ἐπίρρ., νεκτάρεον μείδησε Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1009.

English (Autenrieth)

nectar-like, fragrant as nectar. (Il.)

English (Slater)

νεκτᾰρεος
   a nectar bearing εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα fr. 75. 15.
   b of nectar, i. e. as sweet as nectar. τὸν μὲν κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν (I. 6.37) ]γενναίων ἄωτος νεκταρέας αι[ fr. 6b. f.

Greek Monolingual

νεκτάρεος, -έα, -ον, ιων. τ. θηλ. -έη (Α)
1. (για ενδύματα) α) αυτός που ευωδιάζει σαν νέκταρ, ευώδης
β) λαμπρός, έξοχος
2. αυτός που αποτελείται από νέκταρ, από οίνο («νεκταρέαις σπονδαῑσιν», Πίνδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) νεκτάρεον
γλυκά, με γλυκό τρόπο («νεκτάρεον μείδησε», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ + κατάλ. -εος (πρβλ. κίτρεος, λίνεος)].

Greek Monotonic

νεκτάρεος: [ᾰ], -έα, Ιων. -έη, -εον, αυτός που έχει τις ιδιότητες του νέκταρος· λέγεται για ενδύματα, πιθ., αρωματισμένος, αρωματικός, ή, γενικά, θεϊκός, εξαίρετος, λαμπρός, έξοχος, σε Ομήρ. Ιλ.· κυριολεκτικώς, νεκταρέαι σπονδαί, σπονδές από νέκταρ, σε Πίνδ.

Middle Liddell

[from νέκτᾰρ]
nectarous, of garments, prob., scented, fragrant, or generally, divine, beautiful, Il.:—literally, ν. σπονδαί libations of nectar, Pind.