προσφύω
English (LSJ)
with fut. and aor. 1,
A cause to grow to: metaph., καὶ ταῦτ' ἀληθῆ.. προσφύσω λόγῳ will make sure, confirm, A.Supp.276; τοῦτο τῷ νῦν λόγῳ εὖ προσέφυσας Ar.Nu.372.
II mostly in Pass., with aor. 2 and pf. Act. and fut. Med., grow to or grow upon, σῷ κέρατα κρατὶ προσπεφυκέναι E.Ba.921, cf. Pl.R. 611d, Ti.45a; σοι ταῦτα προσφύσεται will accrue, Id.Ep.313d: freq. in Arist. of any after or adventitious growth which does not form part of the organism, π. τῇ ὑστέρᾳ τὸ ᾠόν, πρὸς τῇ ὑστέρᾳ, GA752a11, 754b17; τὰ κέρατα π. μᾶλλον τῷ δέρματι HA517a27, cf. LXX Da.7.20; προσπέφυκεν ὥσπερ τὰ φύματα Arist.GA772b29; of zoöphytes, HA487b11, 588b13; π. ταῖς πέτραις PA681b6; of tapeworms, HA551a11; of food, to be assimilated, Pr.864b8, 927a20.
b to be attached, πλευραὶ προσπεφύκασι [τοῖς σφονδύλοις, sc. by joints] Hp.Art.45.
2 hang upon, cling to, τῷ προσφὺς ἐχόμην Od.12.433: abs., προσφῦσα Il.24.213; προσφὺς ὅπως τις ἀναρίτης Herod.Fr.11; of a fish, τὠγκίστρῳ ποτεφύετο Theoc.21.46; of leeches, Gal.8.265: metaph., π. τοῖς τοιούτοις consorts constantly with, Pl.Lg.728b; προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου they cling fast to it, Luc.Pisc.51, cf.Musc. Enc.3, etc.
German (Pape)
[Seite 787] (s. φύω), daran wachsen lassen, fest daran fügen, verbinden; übertr., ταῦτ' ἀληθῆ πάντα προσφύσω λόγῳ, Aesch. Suppl. 276, wie τοῦτό γέ τοι τῷ νυνὶ λόγῳ εὖ προσέφυσας, Ar. Nubb. 371, durch das Wort befestigen, bestätigen. – Häufiger im med. u. in den intrans. tempp., daran wachsen; σῷ κέρατε κρατὶ προσπεφυκέναι, Eur. Bacch. 919; ταῖς πέτραις προσπέφυκεν, Plut. de sol. anim. 30; sich fest daran halten, τῷ προσφὺς ἐχόμην, Od. 12, 433, daran festhangend hielt ich mich; προσφῦσα, fest daran haltend, Il. 24, 213; σκέλη χεῖρές τε ταύτῃ καὶ διὰ ταῦτα πᾶσι προσέφυ, Plat. Tim. 45 a; προσπεφυκότα τοῖς τοιούτοις, Legg. V, 728 b; Sp., δεῖ προσφύντα τοῖς πράγμασι συνοικειοῦν ἑαυτὸν ἑκάστῳ τῶν δρωμένων, Luc. de salt. 67; προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου, Piscat. 51.
French (Bailly abrégé)
I. tr. (aux temps suiv. : prés., impf., f. προσφύσω, ao. προσέφυσα) faire naître ou faire croître sur ; faire adhérer ; fig. établir fortement, confirmer, acc.;
II. intr., aux temps suiv. : ao.2 προσέφυν > part. προσφύς, προσφῦσα, pf. προσπέφυκα, et au Pass.-Moy. προσφύομαι, f. προσφύσομαι;
1 naître ou croître sur, τινι;
2 être attaché ou s'attacher à, tenir fortement à, τινι ; fig. s'attacher à, s'appliquer à, τινι.
Étymologie: πρός, φύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-φύω, Dor. imperf. ποτεφύετο act. causat. ( praes., fut., en aor. προσέφυσα ) doen vastgroeien; overdr. bevestigen, vaststellen:. ἀληθῆ πάντα προσφύσω λόγῳ ik zal met mijn betoog bewijzen dat alles waar is Aeschl. Suppl. 276. med.-pass. intrans. (met aor. προσέφυν en perf. προσπέφυκα ) groeien (aan); met dat..; κέρατα κρατὶ προσπεφυκέναι dat hoorns op je hoofd gegroeid zijn Eur. Ba. 921; perf. spec. vastzitten aan:; πλευραὶ δὲ προσπεφύκασιν de ribben zitten vast (aan de ruggengraat) Hp. Art. 45; zich vasthechten:; τοῦ ἧπαρ ἔχοιμι ἐσθέμεναι προσφῦσα kon ik me maar aan hem vasthechten en zijn lever opvreten Il. 24.213; τὠγκίστρῳ ποτεφύετο (de vis) bleef vastzitten aan de haak Theocr. Id. 21.46; overdr. gehecht raken aan; met gen..; οἱ δὲ προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου anderen raken gehecht aan goud en klampen zich daaraan vast Luc. 28.51; met dat.. προσφύντα τοῖς πράγμασιν met volle aandacht voor de zaken Luc. 45.67.
Russian (Dvoretsky)
προσφύω: дор. ποτιφύω (дор. 3 л. sing. impf. ποτεφύετο; aor. 2 προσέφυν, pf. προσπέφυκα; part. aor. προσφύς)
1 вырастать, расти (ὥσπερ τὰ φύματα Arst.; κέρας κρατὶ προσπεφυκός Eur.); перен. образоваться: μεταξύ τινος προσπεφυκώς Arst. находящийся посреди чего-л.; τόπος προσπεφυκὼς χωρίοις πετρώδεσι Plut. место, покрытое скалистыми участками;
2 приращивать: προσέφυσε ὀδόντας τοῖς σώμασι Plut. (природа) снабдила организм зубами (ср. 5);
3 прирастать, прилипать, приставать, прижиматься (ταῖς πέτραις Arst.);
4 цепляться, ухватываться (τὠγκίστρῳ Theocr.; перен. τῷ ῥήματι Plut.): προσφύς τινι Hom. повиснув на чем-л.;
5 med.-pass. проникать, усваиваться: προσφύεσθαι τοῖς σώμασι Arst. (о пище) усваиваться телами (ср. 2);
6 (fut. προσφύσω и aor. 1 προσέφυσα) подкреплять, подтверждать (λόγῳ τι Aesch., Arph.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ φύω
(συν. το μέσ.) προσφύομαι
α) φυτρώνω πάνω σε κάτι («τὰ δὲ κέρατα προσπέφυκε μᾶλλον τῷ δέρματι», Αριστοτ.)
β) είμαι δυνατά προσκολλημένος πάνω σε κάτι
αρχ.
1. κάνω κάτι να φυτρώσει
2. μτφ. συνδέω κάτι στενά με κάτι άλλο, προσαρμόζω στερεά («ταῡτ' ἀληθῆ... προσφύσω λόγῳ» — αυτά τα αληθινά θα βεβαιώσω, Αισχύλ.)
3. μέσ. (στον Αριστοτ. για κάθε εξωτερική αύξηση που δεν αποτελεί μέρος του οργανισμού) αναπτύσσομαι πάνω σε κάτι («προσπέφυκε τῇ ὑστέρᾳ τὸ ᾠόν», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
προσφύω: μέλ. -φύσω [ῡ], αόρ. αʹ -έφῡσα·
I. κάνω κάτι να φυτρώσει· μεταφ., κάνω κάτι σίγουρο, επιβεβαιώνω, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
II. Παθ. ή Μέσ., μέλ. -φύσομαι, Ενεργ. με αόρ. βʹ ἔφυν, παρακ. -πέφῡκα· φυτρώνω, αναπτύσσομαι σε ή επάνω σε, με δοτ., σε Ευρ.· μεταφ., προσκολλώμαι, τῷ προσφυὲς ἐχόμην, σε Ομήρ. Οδ.· και απόλ., προσφῦσα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ψάρια, τὠγκίστρῳ ποτεφύετο, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
προσφύω: μετὰ μέλλ. καὶ ἀορ. α', κάμνω τι νὰ φυτρώσῃ· μεταφορ., καὶ ταῦτ’ ἀληθῆ… προσφύσω λόγῳ, θὰ βεβαιώσω, Αἰσχύλ. Ἱκ. 276· τοῦτο... τῷ νυνὶ λόγῳ εὖ προσέφυσας Ἀριστοφ. Νεφ. 372. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., μετ’ ἀορ. β' καὶ πρκμ. ἐνεργ., μέλλοντος δὲ μέσου, φύομαι ἢ φυτρώνω ἐπί τινος, σῷ κέρατα κρατὶ προσπεφυκέναι Εὐρ. Βάκχ. 921, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 611D, Τίμ. 45Α· ταῦτά σοι προσφύσεται, θὰ φυτρώσουν ἐπάνω σου, Πλάτ. Ἐπιστ. 313D· - ἡ λέξις εἶναι συχνὴ παρ’ Ἀριστ. σημαίνουσα πᾶσαν αὔξησιν ἐξωτερικὴν μὴ ἀποτελοῦσαν μέρος τοῦ ὀργανισμοῦ, πρ. [τὸ ὠὸν] τῇ ὑστέρᾳ, πρὸς τὴν ὑστέραν π. Ζ. Μορ. 3. 2, 1., 3. 3, 6, κ. ἀλλ.· τὰ κέρατα πρ. μᾶλλον τῷ δέρματι 3. 9, 5· προσπέφυκεν ὥσπερ τὰ φύματα π. Ζ. Γεν. 4. 4, 41· ἐπὶ ζωοφύτων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 18., 8. 1, 6· πρ. ταῖς πέτραις 4. 4, 34, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 49, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἑλμίνθων, π. τὰ Ζ. ἱστ. 5. 19, 4· ἐπὶ τροφῆς, ἀφομοιοῦμαι, Προβλ. 1. 42, 5., 21. 2· ― πρβλ. πρόσφυσις ΙΙ. 2) προσκολλῶμαι, τῷ προσφυὲς ἐχόμην Ὀδ. Μ. 433· καὶ ἀπολύτ., προσφῦσα Ἰλ. Ω. 413· οὕτως εἰς Πλάτ. Νόμ. 728Β, κτλ.· ἐπὶ ἰχθύων, τὠγκίστρῳ ποτεφυετο Θεόκρ. 21. 46· προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου, προσκολλῶνται εἰς τὸ χρ., Λουκ. Ἁλιεὺς 51, πρβλ. Μυίας Ἐγκώμ. 3, κτλ. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσφύς, προσπλακείς».
Middle Liddell
fut. -φύσω aor1 -έφῡσα
I. to make to grow to: metaph. to make sure, confirm, Aesch., Ar.
II. Pass. or Mid., to grow to or upon, c. dat., Eur.:—metaph. to cling to, τῷ προσφὺς ἐχόμην Od.; and absol., προσφῦσα Il.; of a fish, τὠγκίστρῳ ποτεφύετο Theocr.