Διοσημία

From LSJ
Revision as of 12:53, 26 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δῐοσημία Medium diacritics: Διοσημία Low diacritics: Διοσημία Capitals: ΔΙΟΣΗΜΙΑ
Transliteration A: Diosēmía Transliteration B: Diosēmia Transliteration C: Diosimia Beta Code: *dioshmi/a

English (LSJ)

ἡ, a sign from Zeus, an omen from the sky, especially of thunder, lightning, rain, διοσημία 'στί Ar.Ach. 171: pl., Stoic.2.203, D.S.2.19, Plu.2.419e, Philostr.VA2.33, Jul. Or.7.212b. (Freq. written διοσημεία in codd.)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): διοσημεία Arat.SHell.89, D.S.17.85, Plu.Aem.3, Paus.3.5.8, Eun.VS 484, Marin.Procl.37, Lyd.Ost.1
señal de Zeus, presagio del cielo esp. ref. a fenómenos atmosféricos como truenos, rayos, lluvia, Ar.Ach.171, D.S.2.19, l.c., ἡ ἀπ' ὀρνίθων καὶ διοσημειῶν ... μαντική Plu.l.c., βρονταὶ καὶ διοσημίαι Plu.Dio 38.1, διοσημίαι τε καὶ σκηπτοί Philostr.VA 2.33, δ. ἢ τῆς γῆς ... σεισμός D.Chr.38.18, cf. D.C.39.39.6, δ. ἐς τὰ μέλλοντα Philostr.Her.41.18, φαμὲν τὸν Δία ὕειν καὶ διοσημίας καλοῦμεν Ach.Tat.Fr.p.83, cf. Plu.Galb.23, 2.419e, Paus.l.c., D.C.38.13.4, 40.17.2, Philostr.VA 8.23, Iul.Or.7.212b, Eun.l.c., Marin.l.c., Lyd.Ost.27, l.c.
Διοσημεῖαι tít. de una parte de los Φαινόμενα de Arato, Arat.l.c.

German (Pape)

ἡ, nach EM. τὰ ἐκ τοῦ ἀέρος σημεῖα, Zeichen von Zeus, Himmelsscheinungen, Lufterscheinungen, bes. Donner und Blitz, Plut. Galb. 23 und öfter. Die Form διοσημεῖα, wie Arats Gedicht betitelt ist, ist zweifelhaft; der gen. scheint immer διοσημειῶν zu schreiben, Iambl. vit. Pyth. p. 124 und Polyaen. 1.32.2; bei DS. 2.19 schwankt die Lesart sehr.

Greek (Liddell-Scott)

Διοσημία: ἡ, σημεῖον ἐκ τοῦ Διός, οἰωνὸς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Λατ. ostentum, ἰδίως ἐπὶ βροντῆς, ἀστραπῆς, κεραυνοῦ, βροχῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 171 (ἔνθα ὁ Elmsl. διώρθωσε, διοσημία ᾿στὶ ἀντὶ διοσήμι᾿ ἐστί), Διόδ. 2. 19, Πλούτ. 2. 419Ε. Πρβλ. εὐσημία. ‒ Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 405 κἑξ.

Greek Monotonic

Διοσημία: ἡ (σῆμα), σημάδι από τον Δία, οιωνός από τον ουρανό, λέγεται για ξαφνική, αιφνίδια καταιγίδα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Διο-σημία, ἡ, n σῆμα
a sign from Zeus, an omen from the sky, of a sudden storm, Ar.