ἀπερίβλεπτος

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίβλεπτος Medium diacritics: ἀπερίβλεπτος Low diacritics: απερίβλεπτος Capitals: ΑΠΕΡΙΒΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: aperíbleptos Transliteration B: aperibleptos Transliteration C: aperivleptos Beta Code: a)peri/bleptos

English (LSJ)

ον, not looked at from all sides; hence, limitless, ἀ. καὶ παμπληθῆ θεωρίας ἔκτασιν Iamb. VP 29.162, cf. AB 421; incomprehensible, Hsch., Suid. Act., regardless, Phryn. PS p. 10B.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inabarcable ἀ. καὶ παμπληθῆ θεωρίας ἔκτασιν Iambl.VP 162, cf. AB 421, Hsch., Sud.
2 carente de visión πάντων Hippol.Haer.4.46
carente de respeto Phryn.PS p.10.
II adv. ἀπεριβλέπτως
1 sin ostentación Pion.V.Polyc.10.
2 descuidadamente Eus.VC 2.16.

German (Pape)

[Seite 287] 1) nicht überschaut, nicht erwogen. – 2) nicht um sich schauend, unvorsichtig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίβλεπτος: -ον, ὁ μὴ περιβλεπόμενος, ἀπερίοπτος Α. Β. 8. 9, ἐν λέξ. ἀπέρωτος. ΙΙ. ἀκατάληπτος, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 162, «ἀνυπονόητος» Σουΐδ., «ἀπερινόητος» Ἡσύχ.

Translations

incomprehensible

Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий