Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφαιροειδής

From LSJ
Revision as of 09:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιροειδής Medium diacritics: σφαιροειδής Low diacritics: σφαιροειδής Capitals: ΣΦΑΙΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sphairoeidḗs Transliteration B: sphairoeidēs Transliteration C: sfairoeidis Beta Code: sfairoeidh/s

English (LSJ)

σφαιροειδές,
A globular, spherical, Hp.Aër.14, Pl.Ti.33b, 63a, Euc.Phaen.p.4 M., Chrysipp.Stoic.2.224, etc.; of the rounded end of a lance, X.An.5.4.12. Adv. σφαιροειδῶς D.L.7.158, etc.
2 = σφαιρικός 1.2, Theo Sm.p.38 H.
II τὸ σφαιροειδές = spheroid, Archim.Con.Sph.Praef.p.252 H., al.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à une sphère.
Étymologie: σφαῖρα, εἶδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιροειδής -ές [σφαῖρα, εἶδος] bolvormig:. ὄπισθεν τοῦ ξύλου σφαιροειδές bolvormig aan de achterkant van de schacht (d.w.z. met een knop of bal aan het uiteinde) Xen. An. 5.4.12.

German (Pape)

ές, kugelartig, kugelförmig; Plat. Tim. 62d, 63a; Xen. An. 5.4.12; Sp., wie Luc. V.H. 1.10.

Russian (Dvoretsky)

σφαιροειδής: шарообразный Xen., Plat., Arst. etc.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που μοιάζει με σφαίρα, σφαιρικός, στρογγυλός («διὸ δὴ καὶ σφαιροειδὲς... καὶ κυκλοτερὲς [τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου] ἐτορνεύσατο», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το σφαιροειδές
στερεό του οποίου το σχήμα ελάχιστα διαφέρει από το σχήμα της σφαίρας
νεοελλ.
1. (πετρογρ.) (για σφαιρουλίτη) αυτός του οποίου τα συστατικά έχουν συγκεντρική διάταξη
2. φρ. α) «σφαιροειδής άρθρωση»
ανατ. ωοειδής άρθρωση, το αρσενικό στοιχείο της οποίας θα μπορούσε να περιγραφεί σαν τμήμα ελαφρά παραμορφωμένης σφαίρας που επιτρέπει την προς διάφορες κατευθύνσεις αιώρηση ενός από τα οστά που μετέχουν, καθώς και την περιστροφή του ως προς άλλο, άρθρωση που είναι η μόνη η οποία επιτρέπει τρεις τύπους κίνησης
β) «σφαιροειδής υπεροχή»
(γεωδ.) η ποσότητα κατά την οποία το άθροισμα τών γωνιών ενός σφαιρικού τριγώνου υπερβαίνει τις 180°
γ) «σφαιροειδής υφή»
(πετρογρ.) i) περιγραφικός όρος που χρησιμοποιείται για πετρώματα στα οποία η αποσάθρωση έχει επιφέρει τον σχηματισμό σφαιρικών λίθων στην επιφάνειά τους
ii) όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή πετρωμάτων με υφή η οποία αποτελείται από σφαιροειδή ή ελλειψοειδή σώματα ορυκτών που εκτείνονται σε ολόκληρο το πέτρωμα
(αρχ) (για αριθμό) αυτός που καθορίζει την αποκατάσταση πλανήτη στη θέση την οποία κατείχε στη σφαίρα, αλλ. σφαιρικός.
επίρρ...
σφαφοειδώς / σφαιροειδῶς ΝΜΑ
με σφαιροειδή τρόπο, σαν σφαίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -ειδής].

Greek Monotonic

σφαιροειδής: -ές (εἶδος), αυτός που μοιάζει με, που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιρικός, στρογγυλός, σε Πλάτ. σφαιροειδές, τό, στρογγυλεμένη απόληξη, στρογγυλεμένο άκρο (πρβλ. σφαιρόω II), σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σφαῖραν, σφαιρικός, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 289. Δημόκρ. παρ’ Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 1. 2, 3, Πλάτ. Τίμ. 33Β, 63Α, κλπ.· σφαιροειδές, ἀπεστρογγυλωμένον ἄκρον (πρβλ. σφαιρόω ΙΙ), Ξεν. Ἀν. 5. 4, 12. - Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Λ. 7. 158, κλπ. ΙΙ. τὸ σφαιροειδές, τὸ σφαιρικόν, Ἀρχιμήδ.

Middle Liddell

σφαιρο-ειδής, ές εἶδος
ball-like, spherical, Plat.; σφαιροειδές, τό, a rounded end (cf. σφαιρόω II), Xen.