ἀνεψιός

Revision as of 13:32, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ὁ, first cousin, or generally, cousin, Il.9.464, Hdt.5.30,7.82, A.Pr.856, Com.Adesp.58D., etc., v. esp. And.1.47; ἀ. πρὸς πατρός Is.11.2; ἐκ πατρός Theoc.22.170: comically, ἐγχέλεων ἀ. Stratt.39. [ἀνεψιοῦ κταμένοιο Il.15.554, = ἀνεψιόο κτ., cf. Q.S.3.295.] (Cf. Skt. ναπᾱτ 'grandson', Lat. nepos, etc.)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. sg. ἀνεφσιō Sol.Lg.5a]
primo carnal, Il.9.464, Sol.Lg.5a, b, Pi.P.4.127, N.3.63, Hdt.5.30, 7.82, A.Pr.856, E.IT 919, Th.1.132, Pl.Lg.766c, Isoc.21.9, Is.7.20, 10.13, D.19.290, LXX Nu.36.11, PTeb.323.12 (II d.C.), Luc.DMort.29.1, I.BI 1.662, ἀ. πρὸς πατρός primo por parte de padre Sol.Lg.50b, cf. Is.11.2, ἀ. ἐκ πατρός Theoc.22.170
cóm. ἐγχελέων ἀ. Stratt.39
οἱ Ἀνεψιοί Los primos tít. de una obra de Menandro, Stob.4.20.53.
• Etimología: De ἀ- protética y *nepti̯o- que se encuentra reflejado en av. naptya- ‘descendiente’, cf. aesl. netĭjĭsobrino’. Sin suf. -i̯o, cf. lat. nepōs y ai. napātsobrino’, tb. gr. νέποδες.

German (Pape)

[Seite 228] ὁ, Geschwistersohn (Andoc. 1, 47 οὗτος ἀν. ἐμός· ἡ μήτηρ ἡ ἐκείνου καὶ ὁ πατἡρ ὁ ἐμὸς ἀδελφοί, u. nachher ἀν. καὶ οὗτος τοῦ πατρός· αἱ μητέρες ἀδελφαί) von Hom. an [der Il. 15, 554 in ἀνεψιοῦ das ι lang braucht] überall; auch allgem. entferntere Blutsverwandte, Vetter.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
cousin germain ; cousin.
Étymologie: p. *ἀνέπτιος, ἀ- cop., νεπ- ; cf. lat. nepos.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεψιός: ὁ (эп. тж. ψῑ) двоюродный брат, перен. родственник Hom., Aesch., Her., Isae., Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεψιός: ὁ πρῶτος ἐξάδελφος ἢ ἐν γένει ἐξάδελφος, Ἰλ. Ι. 494. Ἡρόδ. 5. 30., 7. 82, Αἰσχύλ. Πρ. 856, κτλ., ἴδε ἰδίως Ἀνδοκ. 7, 20· ἀνεψ. πρὸς πατρὸς Ἰσαῖος 83. 8· ἐκ πατρὸς Θεόκρ. 22. 170: κωμικῶς, ἐγχέλεων ἀνεψιὸς Στράττις ἐν «Ποταμίοις» 3: πρβλ. θηλ. ἀνεψιά. 2) ὡς παρ’ ἡμῖν, ἀνεψιός, Ἡρόδ. 7. 5· οὕτως ἐν τῷ Βυζαντ. δικαίῳ ἀνεψιός, -ιά, ὡς παρ’ ἡμῖν, ἔχει δὲ συσχετικὸν τὸ θεῖος, θεία. [Ὅταν ἡ λήγουσα ἐν τῇ κλίσει τῆς λέξεως ἐκτείνηται, ὁ Ὅμηρος ἐκτείνει καὶ τὴν παραλήγουσαν, ὡς π.χ. ἀνεψῑοῦ κταμένοιο Ἰλ. Ο. 554, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 3. 295]. Ἐκ ÖΝΕΠ ὁπόθεν καὶ τὸ νέποδες, ὃ ἴδε: - πρβλ. Σανσκρ. naptar, napât (nepos), napti (neptis)· Ζενδ. naptar, napat, θηλ. napti καὶ napta (οἰκογένεια), Λατ. nepos, neptis. Γοτθ. nithjîs, θηλ. nithjô (συγγενής), Παλαιο-Σκανδ. nefi (nepos) nipt (ἀδελφή), Ἀγγλο-Σαξ, nefa, Παλ. Ὑψ. Γερμ. nefo, niftila: - Τὸ α ἐν τῷ ἀνεψιὸς φαίνεται ὅτι εἶναι ἀθροιστ., οἱονεὶ con-nepos, M. Müller ἐν τοῖς Oxf. Essays 1856, σ. 21).

English (Autenrieth)

gen. ἀνεψιόο (sic), Il. 15.554: sister's son, nephew, Il. 15.422; sometimes of other relations, ‘cousin,’ Il. 10.519.

English (Slater)

ᾰνεψιός cousin Ἄδματος ἷκεν καὶ Μέλαμπος, εὐμενέοντες ἀνεψιόν Jason (P. 4.127) ἀνεψιὸς ζαμενὴς Ἑλένοιο Μέμνων (N. 3.63) ἀν]εψιοῦ[ (supp. Blass) ?fr. 333d. 9.

English (Strong)

from Α (as a particle of union) and an obsolete nepos (a brood); properly, akin, i.e. (specially) a cousin: sister's son.

English (Thayer)

ἀνεψιου, ὁ (for ἀνεπτιος con-nepot-ius, cf. Latin nepos, German nichte, English nephew, niece; Curtius, § 342), a cousin: Lob. ad Phryn., p. 306; but especially Lightfoot on Colossians, the passage cited; also B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Sister's Son.)

Greek Monolingual

και ανιψιός, ο (θηλ. ανεψιά) (AM ἀνεψιός)
ο γιος αδελφού ή εξαδέλφου
αρχ.
μσν.
εξάδελφος, κυρίως ο πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της ΙΕ που δήλωνε την έμμεση συγγένεια (μέσω γυναικών). Σ' αυτό οφείλονται οι σημασιολογικές του αποχρώσεις μεταξύ των εννοιών «ανιψιός-γιόκας-απόγονος». Πιστεύεται πως σ' ένα παλαιότερο σύστημα συγγένειας η λ. σήμαινε τον γιο της αδελφής του πατέρα, από τον Όμηρο όμως και εξής δεν παρατηρείται πια αυτή η διάκριση και ο τ. απαντά με τη σημερινή του σημασία. Ετυμολογικά η λ. παρουσιάζει προβλήματα ως προς το αρχικό α- το οποίο λαμβάνεται ως προθεματικό (ή αθροιστικό). Προέρχεται από sm-neptiios / ανέπτιος / ανεψιός και συνδέεται με τα αβεστ. naptya- «απόγονος», αρχ. σλαβ. netĭjĭ, αρχ. ινδ. napat, λατ. nepōs, αγγλ. nephew, γαλλ. neveu, ιταλ. nipote «ανιψιός» κ.λπ. Η λ. χρησιμοποιείται και σήμερα από κοινού με τον παράλληλο τ. ανιψιός, (< ανεψιός με προληπτική αφομοίωση)].

Greek Monotonic

ἀνεψιός: ὁ,
1. πρώτος ξάδερφος, ξάδερφος σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
2. ανηψιός, σε Ηρόδ. Όταν η λήγουσα είναι μακρά, ο Όμηρ. εκτείνει και την παραλήγουσα, ἀνεψῑοῦ κταμένοιο (από το α ευφωνικό ή αθροιστικό και το ΝΕ-) απ' όπου επίσης το Λατ. nepos, neptis).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: cousin (Il.)
Origin: IE [Indo-European] [764[ *(h₂)nepot grandson
Etymology: Agrees with Av. naptya- descendant, OCS. netьjь nephew, derived from the word for grandson, nephew, Skt. nápāt, Lat. nepōs etc. Not to νέποδες. The ἀ- can be *h₂-, but possibly it represents *sm̥-, expressing the reciprocity of the relation (Benv. Voc. Inst. 1, 234).

Middle Liddell

[From a_euphon or α copulat., and !νεπ, whence also Lat. nepos, neptis.]
1. a first-cousin, cousin, Il., Hdt., Attic
2. a nephew, Hdt. [When the ult. is long, Hom. lengthens also the penultimate, ἀνεψῑοῦ κταμένοιο.]

Frisk Etymology German

ἀνεψιός: {anepsiós}
Grammar: m.
Meaning: Vetter (seit Il.)
Derivative: mit sekundärem Fem. ἀνεψιά Base (Isok., Xen. usw.). Andere Ableitungen: ἀνεψιαδοῦς (vgl. ἀδελφιδοῦς) m. Sohn des Vetters (Kom., D. u. a.), auch ἀνεψιάδης (Pachnemunis, Iamb.); dazu ἀνεψιαδῆ Tochter des Vetters (Ar.). Abstraktbildung ἀνεψιότης, -ητος f. Vetterschaft (Pl., Lex ap. D.).
Etymology: Bis auf das anlautende, gewiß prothetische ἀ- (anders Schwyzer 433: 4) entspricht ἀνεψιός völlig aw. naptya- Abkömmling, aksl. netьjь Neffe, idg. *nept-ii̯o-, das eine Ableitung des Wortes für Enkel, Neffe, aind. nápāt, lat. nepōs usw., idg. *nepōt-, darstellt; vgl. νέποδες.
Page 1,106

Chinese

原文音譯:¢nefiÒj 阿尼非哦士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:同時的-孵
字義溯源:同血統的,堂表(親戚關係),表兄弟,表弟;由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(νεόφυτος)X*=孵)組成
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 表弟(1) 西4:10

Mantoulidis Etymological

(=ὁ πρῶτος ξάδερφος). Ἀπό τό α ἀθροιστ. + ρίζα νεπ (nepos).

Lexicon Thucydideum

consobrinus, cousin, 1.132.1.

Lexicon Thucydideum

consobrinus, cousin, 1.132.1.