βαλβίς
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
βαλβῖδος, ἡ, prop.
A rope drawn across the race-course at the starting and finishing-point: mostly in plural, posts to which this rope was attached, Ar.Eq.1159: so in sg., turning-post, νῆσος β. ξεστῇ εἴκασται Philostr.VA5.5: also, platform from which the quoit was thrown, Id.Im.1.24: hence, any starting-point, Antipho Soph.69; βαλβίδων ἄπο E.HF867, cf. Ar.V.548: metaph., ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου E.Med.1245; ἐκ βαλβῖδος εἰς τέρμα Them.Or.13.177d; βαλβὶς λόγου βέβληται Philostr.VS2.20.3; βιβλίου AP4.3b.75 (Agath.); but, edge, ib.39.
II since the starting-point was also the goal, βαλβῖδες was used for any point to be gained, as the battlements (by one scaling a wall), S.Ant.131 (lyr.), cf. Lyc.287, Opp.C.1.513.
III = κοιλότης παραμήκης, Gal.19.87; v. βαλβιδώδης.
Spanish (DGE)
βαλβῖδος, ἡ
A I1escotadura o acanaladura situada a ambos lados de la línea que señala la salida, línea de salida en carreras, para tensar una cuerda entre las dos βαλβίδα μηρίμνον σχάσας habiendo soltado la cuerda de salida Lyc.13, ὅσσον τ' ἐκ βαλβῖδος ἐπήβολος ἅρματι νύσσα γίνεται como dista de la salida la meta que se alcanza con el carro A.R.3.1272, cf. AB 220.31
•línea de salida marcada en el suelo βαλβῖδα ποδὸς θέτε πόδα Carm.Pop.20.
2 zona de lanzamiento, línea de tiro τοῦ δίσκου Philostr.Im.1.24.
3 en plu. puertas o compartimentos de salida en el hipódromo Hsch.
II 1en plu. escalones Erot.112.8.
2 junta de una ensambladura, Epicles en Erot.112.6.
3 medic. escotadura Hp. en Gal.19.87.
B fig.
I como metáf. deport. en cont. no deport.
1 constr. en plu. ἀπὸ βαλβίδων entrando en liza, empezando la carrera ἄφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμέ τε καὶ τουτονί Ar.Eq.1159, εὐθύς γ' ἀπὸ βαλβίδων Ar.V.548, τινάσσει κράτα βαλβίδων ἄπο E.HF 867.
2 salida, comienzo μοι ἐκ βαλβῖδος εἰς τέρμα βασιλικὸν εἶναι τὴν ἐρωτικὸν πρόοδον Them.Or.13.177d, cf. Antipho Soph.B 69
•punto de partida, origen ref. a la elocuencia τοῦ λόγου Philostr.VS 601.
3 carrera, curso δραμὼν ... βίου βαλβῖδα Lyc.287
•meta Philostr.VA 5.5.
II como punto de llegada
1 límite παλτῷ ῥίπτει πυρὶ βαλβίδων ἐπ' ἄκρων blande su rayo en lo alto de las almenas S.Ant.131, ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίον arrastra hacia su límite una existencia miserable E.Med.1245, ὑπὲρ δύσιν ... ἕρπων ... ὑπὲρ βαλβῖδα θαλάσσης yéndote hacia occidente ... hacia el límite de la mar, AP 4.3.85 (Agath.).
2 categoría, lugar τριτάτην βαλβῖδα νεήνιδος ἔλλαχε βιβλίου ὅσσα θέμις τύμβοισι y alcanzó la tercera sección de este nuevo libro, cuanto es norma grabar en las tumbas, AP 4.3.121 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 428] βαλβῖδος, ἡ, die Schranke in der Rennbahn, nach B. A. p. 220 ξύλα δύο τῶν δρομέων, ἀφ' ὧν σχοινίον τι διατέταται, ὃ καλεῖται βαλβίς, ἵνα ἐντεῦθεν ἐκδράμωσιν οἱ ἀγωνιζόμενοι, ähnl. andere VLL.; ἄφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμέ Ar. Equ. 1159; Sp. Auch der Standort, von dem aus man den Diskus wirst, Philostr. – Übertr., Mauerzinne, Soph. Ant. 131; Schwelle, Eur. Herc. fur. 867; Grundlage, Philostr. Bei Agath. prooem. βαλβὶς θαλάσσης, die Wasserfläche. – Dah. a) Anfang, εὐθὺς ἀπὸ βαλβίδων Ar. Vesp. 548; λόγου Philostr. – b) Ende, βίου Eur. Med. 1244; Lycophr 287; Opp. C. 1, 513.
French (Bailly abrégé)
βαλβῖδος (ἡ) :
1 barrière;
2 barrière ou borne marquant un point de départ ou d'arrivée, terme, but ; ἐπ' ἄκρων βαλβίδων SOPH au sommet des créneaux (qui étaient le but de l'assaut) ; fig. βαλβὶς βίου EUR terme de la vie.
Étymologie: DELG terme techn., qui risque d'être emprunté.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαλβίς βαλβῖδος, ἡ startstreep, startlint (van een hardloopwedstrijd), tevens de eindstreep, finish; meestal overdr..; ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου ga naar de pijnlijke eindstreep van het leven Eur. Med. 1245; plur. βαλβῖδες de paaltjes waartussen het startlint hangt; vandaar overdr.. ἀπὸ βαλβίδων van meet af aan, vanaf het begin Aristoph. Ve. 548; βαλβίδων ἐπ’ ἄκρων op het punt de finish (d.w.z. de overwinning) te halen Soph. Ant. 130.
Russian (Dvoretsky)
βαλβίς: βαλβῖδος ἡ тж. pl.
1 барьер (от которого начинались и у которого оканчивались гоночные состязания): ἄφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμέ τε καὶ τουτονί Arph. позволь мне вступить с ним в соревнование; βαλβίδων ἄπο Eur. с самого начала; βαλβὶς λυπηρὰ βίου Eur. печальная кончина;
2 зубцы городских стен (βαλβίδων ἐπ᾽ ἄκρων Soph.).
Frisk Etymological English
βαλβῖδος
Grammatical information: f.
Meaning: rope indicating start and finish on the race-course, turning post (Att.)
Derivatives: βαλβιδώδης with cavities (Hp.), cf. Wendel Herm. 69, 345.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation with -ιδ- wie κρηπίς, κνημίς etc. is Pre-Gr. Technical loanword. Cf. Grošelj Živa Ant. 4, 164ff.: Pre-Gr. (to Δελφοί etc.).
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
I. properly, the rope drawn across the race-course: mostly in plural, Lat. carceres, the posts marking the line whence the racers started, and to which they returned, Ar.:—then, any starting point, Eur., Ar.; metaph., πρὸς βαλβῖδα βίου Eur.
II. also any point to be gained, as the battlements (by one scaling a wall), Soph.
Greek Monotonic
βαλβίς: βαλβῖδος, ἡ,
I. κυρίως, σχοινί που ρίχνεται στους αγώνες δρόμου μπροστά από τους αγωνιζομένους· συχνότερα στον πληθ., όπως το Λατ. carceres, τα σημεία που οριοθετούν τη γραμμή από την οποία ξεκινούσαν οι δρομείς και στην οποία επέστρεφαν, σε Αριστοφ.· έπειτα, οποιοδήποτε σημείο εκκίνησης, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., πρὸς βαλβῖδα βίου σε Ευρ.
II. οποιοδήποτε σημείο το οποίο μπορεί να κατακτηθεί, όπως οι επάλξεις (λέγεται για εκείνον που ανεβαίνει στο τείχος), σε Σοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
βαλβίς: βαλβῖδος, ἡ, κυρίως τὸ σχοινίον τὸ τεινόμενον ἐν τῷ ἀγῶνι τοῦ δρόμου πρὸ τῶν ἀγωνιζομένων· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. carceres, τὰ ξύλα ἢ οἱ στῦλοι, ἀφ’ ὧν ἦτο τὸ σχοινίον τοῦτο διατεταμένον, ἑπομένως ἡ γραμμὴ ἐξ ἧς οἱ ἀγωνιζόμενοι ἀνεχώρουν καὶ εἰς ἣν ἐπέστρεφον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1159· ὡσαύτως τὸ σημεῖον ἀφ’ οὗ ὁ δίσκος ἐρρίπτετο, Φιλόστρ. 798· ἐντεῦθεν, πᾶν σημεῖον ἀναχωρήσεως, ἀπὸ βαλβίδων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 867. Ἀριστοφ. Σφ. 548· μεταφ., ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου Εὐρ. Μηδ. 1245· ἐκ β. εἰς τέρμα Θεμίστ. 177D. ΙΙ. ἐπειδὴ δὲ τὸ σημεῖον τῆς ἀναχωρήσεως ἦτο καὶ τέρμα, βαλβῖδες ἐκαλεῖτο πᾶν ὅ,τι πρέπει τις νὰ κερδήσῃ, οἷον αἱ ἐπάλξεις (ὑπὸ τοῦ ἀναβαίνοντος τὸ τεῖχος), Σοφ. Ἀντ. 131· πρβλ. Λυκ. 286, Ὀππ. Κ. 1. 513. (II.0., ὡς τὸ βηλός, ἐκ √ΒΑ (βαίνω).)
Frisk Etymology German
βαλβίς: βαλβῖδος
{balbís}
Grammar: f.
Meaning: Startschnur und Zielschnur, Zielstrick, Zielpfahl (att.), übertr. Brunnenloch (Gal.),
Derivative: wovon βαλβιδώδης mit Aushöhlungen versehen (Hp.); vgl. zur Bedeutung Wendel Herm. 69, 345.
Etymology: Bildung auf -ίς wie κρηπίς, κνημίς u. a., aber sonst dunkel. Als technischer Terminus gewiß LW. Nach Grošelj Živa Ant. 4, 164ff. vorgriechisch (zu Δελφοί usw.).
Page 1,214
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=τό σημεῖο ἀπό ὅπου ξεκινοῦσαν καί ὅπου ἐπέστρεφαν οἱ δρομεῖς, τέρμα). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό τό βαίνω.