γλυκύς
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
εῖα (
A -ῆα Herod.4.2), ύ (-ύν IG14.1890), sweet to the taste or smell, νέκταρ Il.1.598; οἶνος Epich.124, etc.; γλυκὺ ὄζειν Cratin.Jun. 1, prob. in Crates Com.2; opp. ὀξύς, Hp.Vict.2.55; opp. δριμύς, Plu. 2.708e: mostly metaph., even in Hom., pleasant, delightful, ἵμερος, ὕπνος, Il.3.139, Od.2.395; γ. αἰών 5.152, Hdt.7.46; πόλεμος γλυκίων γένετ' ἠὲ νέεσθαι Il.2.453; οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων Od.9.34, cf. Pi.N.5.2, E.Med.1036, etc.; γλυκύ [ἐστι], c. inf., A.Pr.698, Alex. 210; θανεῖν γλύκιστον B.3.47; ὅτῳ . . μηδὲν ἦν ἰδεῖν γλυκύ S.OT1335 (lyr.), cf.1390. b of water, sweet, fresh, Xenoph.1.8, etc.; opp. πικρός, Hdt.4.52; opp. ἁλμυρός, Arist.Mete.355a33, etc. 2 after Hom. (but v. supr.), of persons, sweet, dear, γλυκεῖα (v.l. -ῆα) μᾶτερ Sapph. 90; γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου S.OC106: c. inf., γ. φρὴν συμπόταισιν ὁμιλεῖν Pi.P.6.52; freq. in epitaphs, IG14.1472 (Sup.), etc.; also ὑπὲρ τῆς γλυκυτάτης πατρίδος τελευτῆσαι POxy.33i13 (ii A. D.); ὦ γλυκύτατε my dear fellow, Ar.Ach.462, cf. Ec.124; sts. in bad sense, simple, silly, ὡς γ. εἶ! Pl.Hp.Ma.288b; also applied κατ' ἀντίφρασιν to a swine, Gal.18(2).611; γλυκὺ πνεῖον, of mustard, Matro Conv.90. II as Subst., ὁ γ. (sc. οἶνος) grape-syrup, Alex. 59, 172.14, Arist.Pr.875b2, Herod.6.77, POxy.1088.51; also τὸ γ. Nic.Al.386, POxy.234ii6 (ii/iii A. D.). b of the eye of Polyphemus, Theoc.6.22. 2 ἡ γ., = γλυκύρριζα, Thphr.HP9.13.2. 3 ἡ γ., = χολή, Sch.Nic. Th.594. III Comp. and Sup. γλυκίων Od.9.34; γλύκιστος B.3.47, Ael.NA12.46, etc.; also γλυκύτερος, -τατος Pi.O.1.109, 19, etc.; γλύσσων Xenoph.38.2. IV Adv. -κέως Poll.4.24. (Perh. fr. *δλυκύς, cf. Lat. dulcis.)
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύς: -εῖα, ύ, ὁ ἡδὺς τὴν γεῦσιν, γλυκύς, νέκταρ Ἰλ. Α. 598, κτλ.· γλυκὺ ὄζειν Κράτης Γειτ. 2, Κρατῖν. Νεώτ. Γίγασι 1· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ. ἔτι καὶ παρ’ Ὁμ., γλυκύς, εὐφρόσυνος, εὐχάριστος, ἵμερος, ὕπνος, κτλ.· γλ. αἰὼν Ὀδ. Ε. 152. πόλεμος Ἰλ. Β. 453· πατρὶς καὶ τοκῆες Ὀδ. Ι. 34· συχν. παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.· ― γλυκύ ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πρ. 698, Ἄλεξ. Συναπ. 2· ὅτῳ … μηδὲν ἦν ἰδεῖν γλυκὺ Σοφ. Ο. Τ. 1335, πρβλ. 1390. β) ἐπὶ ὕδατος, γλυκύ, καλόν, πόσιμον, ἀντίθ. τῷ πικρός, Ἡρόδ. 4. 52· καὶ τῷ ἁλμυρός, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 12, κτλ. 2) μεθ’ Ὅμηρ.. ἐπὶ προσ., ἀγαπητός, προσφιλής, (πρβλ. ἡδὺς II. 1), γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου Σοφ. Ο. Κ. 106· μετ’ ἀπαρ., γλ. ὁμιλεῖν Πίνδ. II. 6. 52· ὦ γλυκύτατε, ἀγαπητέ μου φίλε, Ἀριστοφ. Ἀχ. 462, πρβλ. Ἐκκλ. 124· ― ἐνίοτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὰ ἡδύς, εὐήθης, ἁπλοῦς, μωρός, ἀνόητος, ὡς γλυκὺς εἶ! Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288B· πρβλ. γλύκων. II. ὡς οὐσιαστ., ὁ γλυκὺς (ἐνν. οἶνος), Λατ. passum vinum, ὁ μὴ ὑποστὰς ζύμωσιν μετὰ τῶν στεμφύλων, Ἄλεξ. Δρωπ. 1, Πανν. 1. 14, Ἀριστ. Προβλ. 3. 28· ὡσαύτως, τὸ γλυκὺ Νίκ. Ἀλ. 386. 2) ἡ γλυκεῖα, = γλυκύρριζα, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 13, 2. 3) ἡ γλυκεῖα, = χολή, Ἐπιφάν. 2. σ. 485, Σχολ. εἰς Νικ. Θ. 595, κατὰ ἀττικήν τινα ἀντίφρασιν, ἴδε Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 538, 8· ― οὕτως ἐφαρμόζεται καὶ εἰς σῦν, Γαλην. 18. 2, 611· εἰς τὸ σίναπι, Μάτρων παρ’ Ἀθην 136D. III. συγκρ. καὶ ὑπερθ. γλυκίων (Ὅμ.), γλύκιστος Αἰλ. π. Ζ. 12. 46, κτλ.· ὡσαύτως γλυκύτερος, -τατος Πίνδ. καὶ Ἀττ. ὡσαύτως γλύσσων (γλύκjων, ὡς ἐλάσσων ἐκ τοῦ ἐλάχjων), Ξενοφάν. ἐν τῷ Et. Gud. 301· πρβλ. γλύκιος. IV. ἐπίρρ. –κέως Πολυδ. Δ΄, 24. (Πρβλ. Σανσκρ. gul-yam (γλυκύτης), Λιθ. gar-dùs (εὐειδής, θελκτικός), καὶ ἴσως Λατ. glutire· ἡ συσχέτησις τῶν Λατ. dulcis, dulcedo εἶναι ἔτι μᾶλλον ἀμφίβολος· περὶ δὲ τῆς ὑποτιθεμένης λέξεως δεῦκος ἴδε ἐν λ. ἀδευκής).
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
doux, càd :
I. au pr. de saveur douce;
II. fig. 1 doux, agréable, charmant, délicieux;
2 avec une nuance d’ironie d’humeur douce et facile, simple, bénévole;
Cp. γλυκίων, att. γλυκύτερος ; Sp. γλύκιστος ou γλυκύτατος.
Étymologie: apparenté avec le lat. dulcis.
English (Autenrieth)
εῖα, ύ, comp. γλυκίων: sweet; νέκταρ, Il. 1.598; metaph., ὕπνος, ἵμερος, αἰών.
English (Slater)
γλῠκύς (-ύς, -ύν; -εῖα, -είας, -εῖαν, -εῖα, -εῖαι; -ύ nom., acc.; -έα nom.: γλυκυτέραν: γλυκυτάτᾳ, -αις)
1 sweet
a of persons. γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών (P. 11.57) cf. (O. 6.91) —
b of things. ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων (P. 2.37) καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν μεῖξαι (P. 4.223) γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον (P. 5.24) ἀνάπαυσις ἐν παντᾰ γλυκεῖα ἔργῳ (N. 7.52) Ἄπολλον, γλυκὺ δἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος (P. 10.10) γλυκὺν νόστον ἐρεισάμενοι (N. 9.22) μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (I. 1.47) γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν pr. fr. 110. δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον pr. fr. 124c. esp., sweet in sound ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν (sc. ᾠδήν) (O. 1.109) ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν (O. 4.5) ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν (O. 5.1) ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν (O. 6.91) γλυκὺν καρπὸν φρενός (O. 7.8) λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται (O. 7.77) πτερόεντα δἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ' ὀιστόν (O. 9.11) γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ (O. 10.3) ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς ταὐλὸς (O. 10.94) γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν (P. 8.85) Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν (P. 10.56) ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν (N. 3.32) ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδαὐτίκα, φόρμιγξ (N. 4.44) γλυκεἶ ἀοιδά (N. 5.2) ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο (N. 5.48) ἀλλἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε (N. 9.3) ἐγκιρνάτω τίς μιν, γλυκὺν κώμου προφάταν (N. 9.50) οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.7) παυσάμενοι δἀπράκτων κακῶν γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον (I. 8.8) παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον (Pae. 2.101) μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm. Wil.) Πα. . . ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν (Pae. 7.11) γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες (sc. τῶν Κηληδόνων) (Pae. 8.75)
c of thoughts, feelings. χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (O. 1.19) νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν (O. 3.33) γλυκείας Ἀφροδίτας (O. 6.35) αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν (O. 13.115) σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα γίνεται πάντα βροτοῖς (codd.: γλυκἔ ἄνεται Kayser) (O. 14.6) γλυκὺν ἑλὼν βίοτον (P. 2.26) τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον (P. 4.184) γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν pr. (P. 6.52) τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα (P. 9.23) ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν (I. 2.36) πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ (I. 3.10) γλυκεῖα Ἐλπίς fr. 214. 1. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217. pro subs., τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά prosperity (I. 7.48)
d fragg. ]μον γλυκεἰ[ (Pae. 22.3) ]πειρατο γλυκυ[ Πα. 22g. 5. γ]λυκὺν υ[ (supp. Lobel) Θρ. 4b. 4.