σταθμός

Revision as of 13:07, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

ὁ, in Trag., etc., with heterocl. pl. σταθμά, S.Ph.489, OT 1139, E.HF999, X.Eq.4.3, etc.; σταθμοί however occurs not only in Hom. (v. infr.), but in E.Andr.280, Or.1474 (both lyr.):—

   A standing-place for animals, farmstead, steading, τὼ μὲν (the lions) ἄρ', ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Il.5.557, cf. 12.304; κατὰ σταθμοὺς δύεται 5.140; κατὰ σ. ποιμνήϊον 2.470; σταθμῷ ἐν οἰοπόλῳ 19.377, cf. Hes.Th.294; sts. including the human dwelling, Od.14.504; of a swineherd's steading, ib.32; of a sheepstation, Il.5.140, 18.589, cf. E.Rh.293; of the stable of the griffin of Oceanus, A.Pr.398; of a deer's lair, Arist.HA578b21, 611a20.    2 of men, dwelling, abode, Pi.O.5.10 (pl.), P.4.76 (pl.); Ἀΐδα Id.O.10 (11).92; οὐρανοῦ Id.I.7(6).45; Εὐβοίας σταθμά S.Ph.489, cf. PCair.Zen.344.2 (iii B.C.), BGU1185.13 (i B.C.), etc.    3 quarters, lodgings for travellers or soldiers, Hdt.7.119, X.An.1.8.1, al., SIG880.15 (Pizus, iii A.D.), etc.; soldier's billet, PStrassb.92.4 (iii B.C.), etc.    4 quarter of a town, PRyl.102.8 (ii A.D.).    5 in Persia, of stations or stages on the royal road, where the king rested in travelling, σ. βασιλήϊοι Hdt.5.52, cf. 6.119, Plu.Art.25: hence in reference to Persia, of distances, a day's march (about 5 parasangs or 150 stades), X.An.1.2.10; posting-station in the desert, σ. καὶ φρούρια OGI701.13 (Egypt, ii A.D., pl.).    6 station for ships, E.Rh.43 (lyr.), Lyc. 290.    II upright standing-post, freq. in Hom.; sts. of the bearing pillar of the roof, παρὰ σταθμὸν τέγεος Od.1.333, 8.458, 18.209; παρὰ σ. μεγάροιο 17.96, cf. 22.120,257: in pl., E.IT49; also doorpost, Od.4.838, 17.340: pl., ἀργύρεοι σ. ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ 7.89, cf. 10.62, Il.14.167, Hdt.1.179, S.El.1331, E.Or.1474 (lyr.): later, pl. σταθμά in this sense, Id.HF999, Ar.Ach.449, IG22.1672.70, 173, 42(1).103.94 (Epid., iv B.C.); σ. θυράων Theoc.24.15: σταθμός alone, = threshold, door, LXX4 Ki.12.9, al.    III (ἵστημι A. IV) balance, γυνὴ . . σταθμὸν ἔχουσα Il.12.434; ἱστᾶσι σταθμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας weigh them against silver, Hdt.2.65; ἐπὶ τὸν σ. ἀγαγεῖν Ar. Ra.1365; ἐς τὸν σ. ἐμβάς ib.1407; ἕλκειν σ. weigh so much, Hdt.1.50, cf. Eup.116.    2 weight, σίτου σ. Hdt.2.168; σ. ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα Id.1.14; διαφέρειν ἐν τῷ σ. Hp.Aër.1: abs., in acc., ἀναθήματα ἴσα σταθμὸν τοῖσι . .equal in weight to... Hdt.1.92; ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα two talents in or by weight, ib.50; Βαβυλώνιον σταθμὸν τάλαντον a talent, Babylonian weight, Id.3.89, cf. Th.2.13; ᾧ πλείω παρὰ τὸν σ. excess resulting from difference of standard, PCair.Zen.782 (a).141 (iii B.C.); μυρίος χρυσοῦ σ. E.Ba.812; σ. [θύννου] ἦν τάλαντα ιε' Arist.HA607b32; νόμισμα . . ὁρισθὲν μεγέθει καὶ σταθμῷ Id.Pol.1257a39.    3 fixed standard of health, Hp.VM 9, Steril.230.

German (Pape)

[Seite 928] ὁ (ἵστημι, vgl. στάθμη), bei den Attikern nicht selten mit dem heterogenischen plur. τὰ σταθμά, 1) ein aufrecht stehender Pfosten, Pfeiler, Ständer; bei Hom. bald von dem Hauptpfeiler, welcher die Decke eines Gemaches trägt, στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος, Od 1. 333. 8, 458 u. öfter. vgl. 17, 96, bald von den Thürpfosten, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε, θόρας δ' ἐπέθηκε, 21, 45; θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν, Il. 14, 167. 339; ἀργύρεοι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ, Od. 7, 89; παρὰ σταθμοῖσιν ἐπ' οὐδοῦ, 10, 62, u. sonst; Soph. El. 1323 εἰ σταθμοῖσι τοῖσδε μὴ 'κύρουν ἐγὼ πάλαι φυλάσσων, Schol. ἐν ταῖς παραστάσιν; Eur. σταθμοὺς μοχλοῖσιν ἐκβαλόντες, Or. 1474; ἄπελθε λαΐνων σταθμῶν, Ar. Ach. 424; πύλαι χάλκεαι πᾶσαι καὶ σταθμοί τε καὶ ὑπέρθυρα, Her. 1, 179; σταθμὰ θυράων, Theocr. 24, 15, u. sonst einzeln bei Sp. – 2) Standort, z. B. der Schiffe, Eur. Rhes. 43; bes. Stand, der Ort, wo Menschen od. Hausthiere stehen u. sich aufhalten, Stall; bei Hom. durchgängig von ländlichen Wohnungen, Gehöft, wo bes. an Viehställe zu denken, κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον Il. 2, 470, μυῖαι σταθμῷ ἔνι 16, 642, u. öfter; vgl. noch σταθμὸν δὲ κύνες καὶ βώτορες ἄνδρες ῥύατ' ὄπισθε μένοντες, Od. 17, 200; in Gleichnissen der Löwe erwähnt, der in solch Gehöft einbricht, um Vieh zu rauben; Il. 18, 589 ist verbunden (οἰῶν) σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, im plur., wie Hes Th. 444. So auch Pind. Πέλοπος παρ' εὐηράτων σταθμῶν, Ol. 5, 10; übh. Wohnung, Hes. Th. 294; εἰς Ἀΐδα σταθμόν, Pind. Ol. 11, 92; ἐς οὐρανοῦ σταθμούς, I. 6, 45; σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; λέγοιμ' ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν σταθμῶν κύνα, Ag. 870; χειμῶνα τἀμά τ' εἰς ἔπαυλ' ἐγὼ ἤλαυνον, οὗτός τ' εἰς τὰ Λαΐου σταθμά, Soph. O. R. 1139; eigtl., Stall, ἐν σταθμοῖσιν ἱππικοῖς, Eur. Or. 1449, vgl. Andr. 280. – Bes. Standquartier, Nachtquartier für Reisende od. Soldaten auf dem Marsche. – Im persischen Reiche hießen σταθμοί die Orte, wo der König auf seinen Reisen einzukehren u. zu übernachten pflegte, eine Art Etappen oder Stationen, βασιλήϊοι σταθμοί, Her. 2, 152. 6, 119; dah. in Beschreibung persischer Gegenden als Bestimmung der Entfernung, eine Tagereise, ein Tagemarsch, gew. eine Strecke von fünf Parasangen, oft bei Xen. An., z. B. 1, 2, 5; doch hing es jedesmal vom Feldherrn ab, wie lang er die σταθμοί machen wollte, vgl. 2, 2, 12. – 3) das Gewicht, womit man wägt, ἤτε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα, Il. 12, 434; das Gewicht, das ein Körper wiegt, die Schwere, ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα, Her. 1, 50. 92; ὀπτοῦ σίτου σταθμός, 2, 168; auch die Wage, ἱστᾶσι σταθμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας, 2, 65; in dieser Bdtg plur. immer σταθμά; Seph. ἐφεῦρε σταθ μῶν, ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα, Irg. 379; μύριον δοὺς χρυσοῦ σταθμόν, Eur. Bacch. 810; μέρη σταθμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 544; ἐπὶ τὸν σταθμὸν γὰρ αὐτὸν ἀγαγεὶν βούλομαι, Ar. Ran. 1361; Wagschale, 1403; τὸ ἄγαλμα ἔχει τεσσαράκοντα τάλαντα σταθμὸν χρυσίοο, 40 Talente Goldes an Gewicht, Thuc. 2, 13; τοῦ βαρυτέρου καὶ κουφοτέρου σταθμοῦ, Plat. Charm. 166 b, u. öfter; τὸν ῤυθμὸν τοῦ θώρακος πότερον τῷ μέτρῳ ἢ σταθμῷ ἐπιδεικνύων τιμᾷς, Xen. Mem. 3, 10, 10; νόμοις δὲ χρῆσθαι τοῖς Σόλωνος καὶ μέτροις καὶ σταθμοῖς, Andoc. 1, 83, wie Pol. 2, 37, 10; übtr. οὐκ ἴσον ἄγει σταθμὸν μνησικακία καὶ φίλου χάρις, Plut. de am. mult. p. 297.

Greek (Liddell-Scott)

σταθμός: ὁ, παρ’ Ἀττ. μεθ’ ἑτερογεν. πληθ. σταθμά, Σοφ. Φιλ. 489, Ο. Τ. 1139, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 909, Ξεν. Ἱππ. 4, 3, κτλ.· ἀλλὰ σταθμοὶ ἀπαντᾷ οὐ μόνον παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 280, ἐν Ὀρ. 1474· (περὶ τῆς √ΣΤΑΘ ἴδε σταθερὸς ἐν τέλ.). Τόπος σταθερὸς πρὸς διαμονὴν ζῴων, Λατ. stabulum, στάβλος, μάνδρα, «στάνη», ἱππόστασις, τὸ δὲ ἰδιαίτερον εἶδος δηλοῦται ἐκ τῶν συμφραζομένων ἢ διὰ προσδιορισμοῦ, τὼ μὲν (οἱ δύο λέοντες) ἄρ’, ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Ἰλ. Ε. 557· κατὰ σταθμοὺς δύεται [ὁ λέων] αὐτόθι 140, πρβλ. Μ. 304, Σ. 589· κατὰ στ. ποιμνήιον Β. 470· σταθμῷ ἐν οἰοπόλῳ Τ. 377· ἐπὶ χοίρων, Ὀδ. Ξ. 32, 504, κτλ.· ὁ στάβλος τοῦ γρυπὸς τοῦ Ὠκεανοῦ· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 396· ἐπὶ τῆς φωλεᾶς ἢ κοίτης ἐλάφου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 4., 9. 5, 2· - ἐπὶ ἀνθρώπων, κατοικία, διαμονή, πρῶτον παρ’ Ἡσ., ἀπὸ σταθμῶν [Χείρωνος] Θεογ. 294, πρβλ. Πινδ. Ο. 5. 21· Ἀΐδα ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10. 110· οὐρανοῦ ἐν Ι. 7 (6). 65, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 489, Εὐρ. Ρῆσ. 293. 2) κατάλυμα πρὸς διαμονὴν ὁδοιπόρων ἢ στρατιωτῶν, Λατ. statio, m…nsi , c…st…a, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 1, κ. ἀλλ. 3) ἐν Περσίᾳ, σταθμοὶ ἐκαλοῦντο τὰ ἐπὶ τῆς βασιλικῆς ὁδοῦ οἰκήματα, ἐν οἷς κατέλυεν ὁ βασιλεὺς ὁδοιπορῶν, σταθμοὶ βασιλήιοι Ἡρόδ. 5. 52., 6. 119, πρβλ. 7. 119, Πλουτ. Ἀρτοξ. 25· ὅθεν ἐν σχέσει πρὸς τὴν Περσικὴν χώραν εἶναιλέξις ἐν χρήσει ἐπὶ ἀποστάσεως σημαίνουσα γενικῶς μιᾶς ἡμέρας ὁδόν, μιᾶς ἡμέρας πορείαν ἰσοδυναμοῦσαν κατὰ μέσον ὅρον πρὸς 5 περίπου παρασάγγας ἢ 150 στάδια, ἐπειδὴ τὸ μῆκος τοῦ σταθμοῦ ἦτο μικρότερον ἢ μεγαλείτερον κατὰ τὴν φύσιν τοῦ ἐδάφους, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 53, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 10-20, καὶ Sturz Λεξ. Ξεν. 4) ὡς τὸ Λατ. statio, σταθμὸς πλοίων, Εὐρ. Ρῆσ. 43, Λυκόφρ. 290, 1371, ΙΙ. στῦλος ὄρθιος ἱστάμενος, συχν. παρ’ Ὁμ.· ἐνίοτε λέγεται ἐπὶ τοῦ κυρίου στύλου τοῦ ὑποβαστάζοντος τὴν στέγην, παρὰ σταθμὸν τέγεος Ὀδ. Α. 333, Θ. 458, Σ. 209· παρὰ στ. μεγάροιο Ρ. 96, πρβλ. Χ. 20, 257· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ι. Τ. 49· - ὡσαύτως λέγεται ἐπὶ τοῦ παραστάτου τῆς θύρας, Ὀδ. Δ. 838, Ρ. 340· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ παραστάδες, ἀργύρεσι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ ἔστασαν οὐδῷ Ὀδ. Κ. 62, Ἰλ. Ξ. 167, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 179, Σοφ. Ἠλ. 1331, Εὐρ. Ὀρ. 1474· βραδύτερον ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ἐτίθετο ὁ πληθ. σταθμά, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 999, Ἀριστοφ. Ἀχ. 449· στ. θυράων Θεόκρ. 24. 14. ΙΙΙ. (ἵστημι Α. IV) ὁ ζυγός, ἡ «ζυγαριά», «στατέρι», «καντάρι», γυνὴ ... σταθμὸν ἔχουσα Ἰλ. Μ. 434· ἱστᾶν σταθμῷ τι πρός τι, ζυγίζω τι πρός τι ἄλλο, Ἡρόδ. 2. 65· ἄγειν ἐπὶ τὸν στ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1365· ἐμβὰς ἐς τὸν στ. αὐτόθι 1407· ἕλκειν σταθμόν, βαρύνω, «ζυγίζω» τόσον, Ἡρόδ. 1. 50, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 1. 2) βάρος, «δράμια», στ. σίτου Ἡρόδ. 2. 168· σταθμὸν ἔχειν τάλαντον, ἔχω βάρος ταλάντου, ὁ αὐτ. 1. 14· διαφέρειν ἐν τῷ σταθμῷ Ἱππ. π. Ἀέρ. 280· ἀπολ. κατ’ αἰτ., ἀναθήματα ἴσα σταθμὸν τοῖς…, ἴσα κατὰ τὸ βάρος πρός…, Ἡρόδ. 1. 92· ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα, κατὰ τὸ βάρος ἴσα πρὸς δύο τάλαντα, αὐτόθι 50· σταθμὸν Βαβυλώνιον τάλαντον, ἓν τάλαντον, κατὰ τὸ Βαβυλωνιακὸν βάρος, ὁ αὐτ. 3. 89, πρβλ. Θουκ. 2. 13· μυρίος χρυσοῦ σταθμὸς Εὐρ. Βάκχ. 811· σταθμός τινος ἦν τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 7· νόμισμα ... ὁρισθὲν μεγέθει ἢ σταθμῷ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 1. 9, 8· - ἐν τῷ πληθ., βάρη, «ζύγια», ἐφηῦρε ... σταθμῶν ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα Σοφ. Ἀποσπ. 379, πρβλ. Ψήφισμ. παρ’ Ἀνδοκ. 11. 25, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 10, κτλ.· μέτρα ... καὶ μέρη σταθμῶν Εὐρ. Φοίν. 541, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1040, Πλάτ. Νόμ. 757Β· μέτρα ... καὶ σταθμὰ αὐτόθι 746Ε. 3) βάρος ὡρισμένον καὶ ἐπίσημον πρὸς στάθμησιν τηρούμενον ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τοῦ δημοσίου, «καντάρι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 38, κ. ἀλλ.· πρβλ. Böckh σ. 165, § 2, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. lieu où l’on s’arrête, d’où
1 lieu où couchent les animaux, étable, écurie;
2 bâtiment d’une ferme, métairie, bergerie, etc.
3 habitation, résidence, demeure ; en gén. lieu où l’on se tient, place, poste;
4 campement, lieu de halte pendant la nuit ; en gén. étape, halte de soldats, journée de marche, dans l’Anabase, d’ord. trajet de cinq parasanges, qqf de trois à huit;
5 en Perse garnison, cantonnement;
II. poteau, pilier, montant, particul. :
1 pilier principal d’une maison, pilier qui soutient le toit;
2 jambage de porte, poteau servant de jambage;
III. balance ; poids, particul. :
1 poids pour peser;
2 poids, pesanteur d’un corps.
Étymologie: R. Σταθ de Στα ; cf. ἵστημι.

English (Autenrieth)

(ἵστημι): any standingplace or thing that stands, hence stall, pen, or fold for animals, also the shepherd's lodge, Il. 2.470, Il. 19.377, Od. 17.20; so post, door-post, Il. 14.167, Od. 4.838; weight for the balance, Il. 12.434 .—σταθμόνδε, to the stall, homeward, Od. 9.451.