Ἀχιλλεύς
English (LSJ)
Ep. also Ἀχιλεύς, gen. Ἀχιλλέως (either quadrisyll. or trisyll., as the metre requires, cf. S.Ph.4,50 with 57,364): acc. Ἀχιλλέᾱ ib.331,358, voc. Ἀχιλλεῦ: Ep. gen. Ἀχιλλῆος, etc.:— Achilles. II the fallacy vulgarly called Achilles and the Tortoise', invented by Zeno of Elea, Arist.Ph.239b14, D.L.9.29.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀχιλλεύς: γεν. Ἀχιλλέως (τετρασύλλαβος ἤ τρισύλλαβος κατὰ τὴν ἀνάκην τοῦ μέτρου, πρβλ. Σοφ. Φ. 4. 50 πρὸς 57. 364): αἰτιατ. Ἀχιλλέᾱ αὐτόθι 331, 358, κλητ. Ἀχιλλεῦ: Ἐπ. γεν. Ἀχιλλῆος, κτλ.: Ἐπ. ὀνομαστ. ὡσαύτως Ἀχιλλεύς, δι’ ἑνὸς λ: (ἐκ τοῦ ἄχος καθ’ ὅσον τὸ ἄχος, ἤτοι ἡ λύπη τοῦ ἥρωος εἶναι ἡ ὑπόθεσις τῆς Ἰλιάδος, πρβλ. Ὀδυσσεύς): - Ὁ Ἀχιλλεὺς ἦτο υἱὸς τοῦ Πηλέως καὶ τῆς Θέτιδος καὶ ἡγεμὼν τῶν Μυρμιδόνων, ἥρως δὲ τῆς Ἰλιάδος. ΙΙ. ὁ τοῦ Ζήνωνος παραλογισμὸς ὁ καλούμενος, Ἀχιλλεύς, ἔστι δ’ οὗτος ὅτι τό βραδύτερον οὐδέποτε καταληφθήσεται θέον ὑπὸ τοῦ ταχίστου κτλ. Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 3, Διογ. Λ. 9. 29.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Achille, fils de Thétis et de Pélée, héros de la guerre de Troie.
Étymologie: DELG étym. inconnue ; Kretschmer rapproche ἄχος de *ἀχίλος ; Palmer pose *Ἀχι-λᾱϜος, hypocoristique de ἄχος ; hyp. pélasgique de van Windekens.
English (Autenrieth)
ῆος, dat. -ῆι and -εῖ: Achilles, son of Peleus and Thetis, king of the Myrmidons, and the hero of the Iliad, as announced in A 1. For his relations to Phoenix and Cheiron the centaur, see I; his destiny, Il. 9.410 ff.; expedition against Troy, Il. 2.681; forays, Il. 9.328, Il. 1.392, Il. 2.690; death of Patroclus, Il. 16.827; μηνίδος ἀπόρρησις, Il. 19.56; Ἕκτορος ἀναίρεσις, Χ; Ἕκτορος λύτρα, Ω. The death of Achilles is mentioned in the Odyssey, Od. 5.310, Od. 24.37 ff. Epithets, δαΐφρων, διίφιλος, θεοείκελος, θεοῖς ἐπιείκελος, πελώριος, ποδάρκης, ποδώκης, πτολίπορθος, ῥηξήνωρ, πόδας ταχύς, and ὠκύς. (See cut from Panathenaic Amphora.) <figure n="19" />
English (Slater)
ᾰχιλλεύς, Ἀχῐλεύς (Ἀχιλλεῖ, -ῆα, -έα; Ἀχιλεύς, -έος, -εῖ) son of Peleus and Thetis, killed by Apollo.
1 Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ (O. 2.79) ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος sc. Patroklos (O. 9.71) Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος, ὡς Ἀχιλεῖ Πάτροκλος (O. 10.19) σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ (P. 8.100) ξανθὸς δ' Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα (N. 3.43) ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει. ἔστι δέ τις Λευκὴ νῆσος, εἰς ἣν δοκεῖ τὸ Ἀχιλλέως σῶμα ὑπὸ Θέτιδος μετακεκομίσθαι. Σ.) (N. 4.49) βαρὺ δέ σφιν (sc. τοῖς Αἰθιόπεσσι) νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε (Hermann metri gr.: ἔμπεσ' Ἀχιλ(λ)εὺς codd.) (N. 6.50) κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ (sc. Αἴαντα) (N. 7.27) ἦ μὰν ἀνόμοιά γε ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ sc. Odysseus and Aias (N. 8.30) καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος (I. 8.48) οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν (I. 8.55) ]τ' Ἀχιλλῆα[ Πα. 13g. 2. cf. s. v. Πηλείδας; v. (N. 3.43) f., (O. 2.79) f.