πληρόω
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
3pl. impf. ἐπληροῦσαν cited by Choerob.in Theod.2.64 H. from E.Hec.574: fut. -ώσω: pf. πεπλήρωκα, Aeol. part. πεπληρώκων IG12(2).243.9 (Mytil.):—Med., fut. πληρώσομαι (ἐπι-) Th.7.14 (v. infr.): aor.
A ἐπληρωσάμην Pl.Grg.493e, X.HG5.4.56, etc.:—Pass., fut. -ωθήσομαι Pl.Smp.175e, Aeschin.2.37; fut. Med. in pass. sense, X.Eq.Mag.3.6, D.17.28, Gal.2.560:—make full: I c. gen. rei, fill full of, λάρνακας λίθων Hdt.3.123, etc.; κρατῆρα, πίστρα (sc. οἴνου), E.Ion1192, Cyc.29:—Pass., to be filled full, τινος of a thing, Hp.VM 20, Pl.R.550d, etc.; σάλπιγξ βροτείου πνεύματος -ουμένη A.Eu.568; ἀπό τινος Porph.Sent.32. 2 fill full of food, gorge, satiate, βορᾶς ψυχὴν ἐπλήρουν E.Ion1170: metaph., π. θυμόν glut one's rage, S.Ph. 324, E.Hipp.1328; τὰς ἐπιθυμίας Pl.Grg.494c:—Pass., to be filled full of, satisfied, δαιτὸς -ωθείς E.Fr.213.3; Αἴγυπτος ἁγνοῦ νάματος -ουμένη A.Fr.300.6; φόβου, ἐλπίδος, etc., Pl.Lg.865e, R.494c, etc.; also οὐ πληρωθήσεται οὖς ἀπὸ ἀκροάματος LXXEc.1.8. 3 π. τὴν χεῖρά τινος consecrate, ib.Ex.32.29, al., Jd.17.5,12. II rarely c. dat., fill with, πεύκαισιν . . χέρας πληροῦντες E.HF373 (lyr.):—Pass., πνεύμασιν -ούμενοι filled with breath, A.Th.464; πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ Ep.Rom.1.29, cf. 2 Ep.Cor.7.4. III without any modal case, π. νέας man ships, Hdt.1.171, cf. Th.1.29 (Act. and Pass.) (in full πεντηκόντερον π. ἀνδρῶν Hdt.3.41); π. ναυτικόν Th.6.52; πληροῦτε θωρακεῖα man the breastworks, A.Th.32:—Med., τριήρη πληρωσάμενος Is.11.48, cf. X.HG5.4.56, etc.; in full, ἐπληρωσάμην τὴν ναῦν ἐρετῶν ἀγαθῶν D.50.15. 2 impregnate, [τὰ θήλεα] Arist.HA574a20, Metaph.988a6:—Pass., of the female, ibid., HA541a13. 3 make full or complete, τοὺς δέκα μῆνας Hdt.6.63; π. τοὺς χρόνους, τὸν ἐνιαυτόν, Pl.Lg. 866a, Ti.39d; τὸν τῆς καταδίκης χρόνον Sammelb.4639.5 (iii A. D.), cf. POxy.491.6 (ii A. D.), etc.:—Med., τὰ πάντα ἐν πᾶσι π. Ep.Eph.1.23:— Pass., of the moon, to be full, S.Fr.871.6; ἵνα . . ᾖ τοι ἀπαρτιλογίη ὑπ' ἐμέο πεπληρωμένη Hdt.7.29; πεπλήρωται ὁ καιρός Ev.Marc.1.15, etc.: Math., πεπληρώσθω let the figure be completed, Arist.Mech.854b29. 4 π. δικαστήρια fill them, D.24.92:—Pass., δικαστήριον πεπληρωμένον ἐκ τούτων Id.21.209, cf. Is.6.37; πληρουμένου . . βουλευτηρίου A.Eu. 570. 5 render, pay in full, τροφεῖα πληρώσει χθονί Id.Th.477; π. τὴν χρείαν supply it, make it good, Th.1.70; πεπλήρωκα τὸν τόκον μέχρι τοῦ Ἐπείφ POxy.114.3 (ii/iii A. D.), cf. BGU1055.23 (Pass., i B. C.): c. dupl. acc., ἵνα πληρώσῃς αὐτοὺς τὴν τιμήν PLond.2.243.11 (iv A. D.), cf. 251.30 (Pass., iv A. D.), etc.: abs., IG14.956. 6 fulfil, τὸ χρεών (destiny) Plu.Cic.17; τὴν ἐπαγγελίαν, τὰς ὑποσχέσεις, Arr. Epict.2.9.3, Hdn.2.7.6; π. πᾶσαν ἀρχὴν καὶ λειτουργίαν IG12(5).946.1 (Tenos), cf. 12(2) l.c. (Mytil.), PFlor.382.40 (iii A.D.), Lyd.Mag.3.30, al.; execute, perform, τὰ προσταχθέντα POxy.2107.5 (iii A. D.):—Pass., λαμπαδηφόρων νόμοι . . διαδοχαῖς πληρούμενοι fully observed, A.Ag.313; to be fulfilled, of prophecy, Ev.Matt.1.22, Ev.Jo.13.18. 7 ἐς ἄγγος . . βακχίου μέτρημα πληρώσαντες having poured wine into the vessel till it was full, E.IT954:—Pass., assemble, muster, πληρουμένης τῆς ἐκκλησίας Ar.Ec.89; ἀρχαί τ' ἐπληροῦντ' εἰς . . βουλευτήρια E.Andr.1097 codd.; πολλοὶ δ' ἐπληρώθημεν Id.IT306. 8 fill up a document, Lyd.Mag.3.11:—Pass., ib.68. IV intr., ἡ [ὁδὸς] πληροῖ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον the length of road comes in full to this number, Hdt.2.7 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 634] vollmachen, füllen, τί τινος, Her. 3, 123; pass. voll sein; πνεύμασι πληρούμενοι, Aesch. Spt. 446, vgl. Eum. 540; πληροῦσιν πυράν, Eur. Hec. 574; κρατῆρα, Ion 1192; auch εἰς ἄγγος τι, I. T. 954; πληροῖ αὐτὰ ὥςπερ οἱ ἐπαντλοῦντες, Plat. Phaed. 112 a; φρονήματος πληροῦται, Polit. 290 d; κενούμενος ἐρᾷ πληροῦσθαι, Phil. 35 a; γνώμη ἀκουσμάτων, Isocr. 1, 12; insbes. – a) Schiffe bemannen; τριήρεις, Ar. Plut. 172; ναῦν, Her. 7, 168. 8, 146; Thuc. 6, 30; Isocr. 4, 90, öfter; Pol. 5, 3, 3; auch pass., τὰς ἀεὶ πληρουμένας ναῦς ἐξέπεμπον, Thuc. 3, 77; bei Xen. Hell. 6, 2, 14 so auch im med. gebraucht, für sich; Isae. 11, 48; ähnlich πληροῦτε θωρακεῖα, Aesch. Spt. 32. – b) ein Weib schwängern, Ar. H. A. 6, 20. – c) mit Speisen anfüllen, sättigen, befriedigen; εὐόχθου βορᾶς ψυχὴν ἐπλήρουν, Eur. Ion 1170; auch übertr., θυμόν, seine Lust büßen, Valck. Eur. Hipp. 1327; Plat. Phil. 324 b; τὰς ἐπιθυμίας, Gorg. 494 c, u. öfter; Folgde, wie Pol. 4, 63, 3, τὸν ἴδιον θυμόν, 23, 13, 7; πληρωθῆναι, gesättigt sein, 7, 15, 9. – d) eine Zahl voll machen, vollzählig machen; Her. 7, 29; πληρουμένης τῆς ἐκκλησίας, Ar. Eccl. 89, wenn sie vollzählig geworden; τὰ δικαστήρια ἐπληρώθη, Is. 6, 37; vgl. Dem. 21, 209; οἱ πληροῦντες τὴν βουλήν, τὸν χορόν, die vollzähligen Mitglieder des Rathes, des Chors, Sp. Aehnlich auch πολλοὶ ἐπληρώθημεν, Eur. I. T. 306, wir kamen vollzählig zusammen. – el eine Pflicht erfüllen, eine Schuld abtragen, θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθ ονί, Aesch. Spt. 459; τὴν χρείαν, Thuc. 1, 70; τὴν ἐπαγγελίαν, Arr. Epict. 3, 23; τὰς ὑποσχέσεις, Hdn. 2, 7, 9; N. T., z. B. ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ προφήτου, in Erfüllung gehen, Matth. 1, 22; auch νόμον πληρῶσαι, im Ggstz von καταλῦσαι, 5, 16. – Auch intrans., vollständig sein, ἡ ὁδὸς πληροῖ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον, der Weg trifft vollständig auf diese Zahl, hat gerade die angegebene Länge, Her. 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
πληρόω: μέλλ. -ώσω· πρκμ. πεπλήρωκα, Αἰολ. μετοχ. πεπληρώκων Συλλ. Ἐπιγρ. 2189. 9. ― Μέσ., μέλλ. πληρώσομαι (ἐπι-) Θουκ. 7. 14, ἴδε κατωτ.: ― ἀόρ. ἐπληρωσάμην Πλάτ. Γοργ. 493Ε, Ξεν., κτλ. ― Παθ., μέλλ. -ωθήσομαι Πλάτ. Συμπ. 175Ε, Αἰσχίν. 33. 11· ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθ. σημασ., Ξεν. Ἱππαρχικ. 3. 6, Δημ. 219. 21 (μετὰ διαφ. γραφ.) Γεμίζω· Ι. μετὰ γεν. πράγμ., γεμίζω τι ἐντελῶς μέ τι, λάρνακας λίθων Ἡρόδ. 3. 123, κτλ.· κρατῆρα, πίστρα (ἐξυπ. οἴνου) Εὐρ. Ἴων 1192, Κύκλ. 29· ― Παθ., γεμίζομαι ἐντελῶς, τινος, μέ τι πρᾶγμα, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 16, Πλάτ. Πολ. 550D κτλ.· σάλπιγξ βροτείου πνεύματος πληρουμένη Αἰσχύλ. Εὐμ. 568, πρβλ. Θήβ. 464. 2) γεμίζω ἐντελῶς διὰ τροφῆς, κορέννυμι, βορᾶς ψυχὴν ἐπλήρουν Εὐρ. Ἴων 1170· καὶ μεταφορ., ὡς τὸ ἀποπίμπλημι ΙΙ, θυμὸν γένοιτο χειρὶ πληρῶσαι ποτέ, νὰ δυνηθῶ νὰ χορτάσω τὸν θυμόν μου, νὰ ξεθυμάνω μὲ τὸ χέρι μου animum explere (Αἰν. 2. 586), Σοφ. Φιλ. 324, Εὐρ. Ἱππ. 1328· τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 494C. ― Παθ., δαιτὸς πληρωθεὶς Εὐρ. Ἀποσπ. 212· Αἴγυπτος ἁγνοῦ νάματος πληρουμένη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 304· φόβου, ἐλπίδος, κτλ., Πλάτ. Νόμ. 865Ε, Πολ. 494C, κτλ. ΙΙ. σπανίως μετὰ δοτ., γεμίζω μέ τι, πεύκαισιν... χέρας πληροῦντες Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 373. ― Παθ., πνεύμασιν πληρούμενοι Αἰσχύλ. Θήβ. 464· πεπλ. πάσῃ ἀδικίᾳ Ἐπιστ. πρ. Κορ. α΄, 29, πρβλ. Β΄ πρὸς Κορ. ζ΄, 4. ΙΙΙ. ἐπλήρουν τὰς νέας, ἐφωδίαζον τὰ πλοῖα μὲ ναύτας, Ἡρόδ. 1. 171., 6. 89, κτλ.· (πλῆρες, πλ. ναῦν ἀνδρῶν ὁ αὐτ. 3. 41, πρβλ. Δημ. 1211. 12, καὶ ἴδε πλήρωμα)· οὕτω, πλ. ναυτικὸν Θουκ. 6. 52· πληροῦτε θωρακεῖα, γεμίσατε μὲ ἄνδρας τὰς ἐπάλξεις, Αἰσχύλ. Θήβ. 32· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πληροῦμαι τὴν ναῦν, ἐφοδιάζω διὰ πληρώματος τὸ πλοῖόν μου Ἰσαῖ. 89. 10, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 46, κτλ. ― Παθ., ἐπὶ τῶν πλοίων, Θουκ. 1. 29. 2) πλ. τὰ θήλεα, ὀχεύω, ἐγγαστρώνω, ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 9., 6. 20, 1, κλ.· Παθ., ἐπὶ τοῦ θήλεος, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 8, κ. ἀλλ. 3) ποιῶ τι πλῆρες ἢ συμπληρῶ, τοὺς δέκα μῆνας Ἡρόδ. 6. 63· πλ. τοὺς χρόνους, τὸν ἐνιαυτὸν Πλάτ. Νόμ. 866Α, Τίμ. 39D ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐπιστ. πρ. Ἐφ. α΄, 23 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι), ― Παθ., ἐπὶ τῆς σελήνης, εἶμαι πλήρης, Σοφ. Ἀποσπ. 713· ἵνα... ᾖ τοι ἀπαρτιλογίη ὑπ’ ἐμέο πεπληρωμένη Ἡρόδ. 7. 29· πεπλήρωται ὁ καιρὸς Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄, 15, κτλ.· παρὰ τοῖς Μαθηματ., πεπληρώσθω, ἂς συμπληρωθῇ τὸ σχῆμα, Ἀριστ. Μηχαν. 23, 3. 4) πλ. δικαστήριον, γεμίζω αὐτό, ποιῶ πλῆρες, Δημ. 729. 25· καὶ ἐν τῷ παθ., πληρουμένης ἐκκλησίας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 89· δικαστήριον πεπληρωμένον ἐκ τούτων Δημ. 581. 26, πρβλ. Ἰσαῖ. 60. 3, Αἰσχύλ. Εὐμ. 570. 5) ἐκπληρῶ, πληρώνω ἐντελῶς, τροφεῖα πληρώσει χθονὶ ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 477· πλ. τὴν χρείαν, συμπληρῶ, συντελῶ, Θουκ. 1. 70· τὸ χρεὼν Πλουτ. Κικ. 16· τὴν ἐπαγγελίαν, τὰς ὑποσχέσεις Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 3, κτλ.· πλ. πᾶσαν ἀρχὴν καὶ λειτουργίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 2336. 2, πρβλ. 2189. 9. ― Παθ. λαμπαδηφόροι νόμοι... διαδοχαῖς πληρούμενοι, τηρούμενοι ἐντελῶς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 313. 6) ἐς ἄγγος... βακχίου μέτρημα πληρώσαντες, ἀφ’ οὗ ἔχυσαν οἶνον εἰς τὸ ἀγγεῖον ἕως οὗ ἐγεμίσθη, Εὐρ. Ι. Τ. 954. ― Παθ., ἀρχαί τ’ ἐπληροῦντ’ ἐς... βουλευτήριον, ἤρχοντο ἀθρόως, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1097· πολλοὶ δ’ ἐπληρώθημεν ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 306. IV. ἀμεταβ., ἡ ὁδὸς πληροῖ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον, τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ φθάνει ἐντελῶς εἰς τοῦτον τὸν ἀριθμόν, Ἡρόδ. 2. 7. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. πληρώσω, ao. ἐπλήρωσα, pf. πεπλήρωκα;
A. tr. I. emplir, remplir :
1 en gén. τί τινος ou τί τινι une chose avec une autre ; Pass. être plein, être rempli de, gén. ; fig. Pass. être rempli (de crainte, d’espérance), gén.;
2 bourrer d’aliments, rassasier ; Pass. fig. assouvir, satisfaire (sa colère, son désir, etc.);
II. compléter (un nombre) ; rendre complet, nombreux ; Pass. se compléter, être au complet ; fig. accomplir, réaliser (une prédiction);
B. intr. être complet, être achevé, s’achever : ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον HDT en parvenant à ce nombre;
Moy. πληρόομαι-οῦμαι remplir pour soi, compléter pour soi (l’équipage d’un navire) acc..
Étymologie: πλήρης.
Spanish
English (Strong)
from πλήρης; to make replete, i.e. (literally) to cram (a net), level up (a hollow), or (figuratively) to furnish (or imbue, diffuse, influence), satisfy, execute (an office), finish (a period or task), verify (or coincide with a prediction), etc.: accomplish, X after, (be) complete, end, expire, fill (up), fulfil, (be, make) full (come), fully preach, perfect, supply.