Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετατάσσω

From LSJ
Revision as of 18:50, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετατάσσω Medium diacritics: μετατάσσω Low diacritics: μετατάσσω Capitals: ΜΕΤΑΤΑΣΣΩ
Transliteration A: metatássō Transliteration B: metatassō Transliteration C: metatasso Beta Code: metata/ssw

English (LSJ)

Att. μετατάττω,

   A transpose, Arist.Metaph.1038a30, cf. Dam.Pr.112 (dub. l.):—Med., adjourn a trial, μ. εἰς αὔριον ἀκοῦσαι Wilcken Chr.14.17 (i A. D.):—Pass., Arist.GC327a19.    II Med., change one's order of battle, X.Cyr.6.1.43; παρ' Ἀθηναίους -τάξασθαι go over and join them, Th.1.95; μ. πρός τινα J.AJ5.1.17.

German (Pape)

[Seite 155] att. -τάττω, umordnen, anders ordnen u. aufstellen, z. B. ein Heer, Xen. Cyr. 6, 1, 43 im med.; sich zu einem Andern stellen, zu ihm übergehen, τοὺς ξυμμάχους παρ' Ἀθηναίους μετατάξασθαι, Thuc. 1, 95; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετατάσσω: Ἀττ. -ττω, μετατίθημι, τάσσω ἀλλαχοῦ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 12. ΙΙ. Μέσ., μεταβάλλω τὴν τάξιν τοῦ στρατοῦ, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 43· μετατάσσομαι παρ’ Ἀθηναίους, μεταβαίνω καὶ παρατάττομαι μετὰ τῶν Ἀθ., Θουκ. 1. 95· μ. ἐκ πίστεως εἰς πίστιν Κλήμ. Ἀλ. 940.

French (Bailly abrégé)

ranger autrement, transposer;
Moy. μετατάσσομαι;
1 se ranger dans un ordre de bataille;
2 passer des rangs d’un parti : παρά τινα dans ceux d’un autre.
Étymologie: μετά, τάσσω.

Greek Monolingual

(ΑΜ μετατάσσω, Α αττ. τ. μετατάττω) τάσσω
τάσσω αλλού, μεταθέτω, μεταφέρω σε άλλη θέση, μετατοπίζω, μετακινώ
νεοελλ.
1. μεταφέρω αξιωματικό από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο
2. (γενικά) μεταθέτω δημόσιο υπάλληλο από μια υπηρεσία σε άλλη παρεμφερή
μσν.-αρχ.
1. παρεμβάλλω, ενθέτω, καταχωρίζω
2. (το μέσ.) μετατάσσομαι
α) μεταβάλλω την τάξη της μάχης, την παράταξη του στρατού στη μάχη
β) προσχωρώ σε άλλη μερίδα, μεταπηδώ σε άλλη πολιτική ή στρατιωτική παράταξη («τοὺς συμμάχους τῷ ἐκείνω ἔχθει παρ' Ἀθηναίους μετατάξασθαι», Θουκ.)
αρχ.
(το μέσ.) αναβάλλω δοκιμασία ή δίκη.

Greek Monotonic

μετατάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, μεταφέρω, μεταθέτω — Μέσ., αλλάζω στη μάχη, σε Ξεν.· μετατάσσεθαι παρ' Ἀθηναίους, αναθεωρώ και κατατάσσομαι σ' αυτούς, σε Θουκ.