δρύπτω

From LSJ
Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρύπτω Medium diacritics: δρύπτω Low diacritics: δρύπτω Capitals: ΔΡΥΠΤΩ
Transliteration A: drýptō Transliteration B: dryptō Transliteration C: drypto Beta Code: dru/ptw

English (LSJ)

E.El.150: fut. δρύψω (κατα-) v.l.in AP5.42 (Rufin.): aor. ἔδρυψα, Ep.

   A δρύψα Il.16.324:—Med., Hes.Sc.243 (κατα-, tm.), E.Hec. 655 (lyr.): aor. δρυψάμενος Od.2.153:—Pass., AP7.2 (Antip. Sid.): plpf. δέδρυπτο Q.S.14.391:—tear, strip, βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ' ἀπὸ μυώνων Il. l. c.:—Med., δρυψαμένω δ' ὀνύχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειράς tearing each other's cheeks and necks all round, Od. l. c.: mostly in sign of mourning, δρύπτεν κάρα E.El.150 (lyr.); ἑκάτερθε παρειάς A.R.3.672; also δρύπτεσθαι παρειάν to tear one's cheek, E. Hec.655; without παρειάν, X.Cyr.3.1.13.    2 metaph., τὴν δὲ χοῖρον αὐονὴ δρύπτει Herod.8.2.—Poet., X. and later Prose, as Philostr. VA3.38.

German (Pape)

[Seite 669] (vgl. δρέπω), kratzen, zerkratzen; bei Homer vielleicht nur in compos., ἀμφιδραπτω, ἀποδρύπτω, περιδρύπτω, vgl. ἀμφίδρυφος u. ἀμφιδρυφής; Odyss. 2, 153 von Weissagerögeln δρυψαμένω δ' ὀναχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειράς, kann ἀμφιδρύπτω in tmes. sein; Odyss. 5, 426 ἔνθα κ' ἀπὸ ῥινοὺς δρύφθη u. Iliad. 16, 324 πρυμνὸν δὲ βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ' ἀπὸ μυώνων werden wohl entschieden besser zu ἀποδραπτω gerechnet. – Als Aeußerung der Trauer u. des Schmerzes δρύπτε κάρα Eur. El. 150; μάτηρ δραπτεται παρειάν Hec. 655; αἱ γυναῖκες ἀναβοήσασαι ἐδρύπτοντο Xen. Cyr. 3, 1, 13; βλέφαρον, auskratzen, Ap. Rh. 2, 109; Ἕκτορα πώλοις όστέα δρυπτόμενον, abgeschunden werden, Antp. Sid. 69 (VII, 2). Nach den Gramm. eigtl. vom Abschälen der Rinde von den Bäumen.

Greek (Liddell-Scott)

δρύπτω: Εὐρ. Ἠλ. 150· μέλλ. δρύψω (κατα-) Ἀνθ. Π. 5. 43· ἀόρ. ἔδρυψα, Ἐπ. δρύψα Ἰλ., πρβλ. ἀποδρύφω. ― Μέσ., Ἡσ., Εὐρ.· ἀόρ. δρυψάμενος Ὀδ. ― Παθ., Ἀνθ. Π. 7, 2· ἀόρ. ἐδρύφθην Βάβρ. 36. 10· ὑπερσυντ. δέδρυπτο Κόϊντ. Σμ. 14. 391· πρβλ. ἀμφι-, ἀπο-δρύπτω. (Ἐκ τῆς √ΔΡΥΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ συνθέτῳ ἀποδρύφω, καὶ ἐν τῷ δρυφή, δρυφάζω). Ξέω. «τσουγγρανίζω», σπαράττω, σχίζω, βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ’ ἀπὸ μυώνων Ἰλ. Π. 324· καὶ ἐν τῷ μέσ., δρυψαμένω δ’ ὀνύχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειράς, σπαράττοντες ἀλλήλων…, Ὀδ. Β. 153· ― κατὰ τὸ πλεῖστον εἰς ἔνδειξιν πένθους, δρύπτειν κάρα Εὐρ. Ἠλ. 150· ἑκάτερθε παρειὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 672· καὶ ἐν τῷ μέσ., δρύπτεσθαι παρειάν, σπαράττω, κατασχίζω τὴν παρειάν μου, Λατ. genas lacerare, Εὐρ. Ἑκ. 655· καὶ οὕτως ἄνευ τοῦ παρειάν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13· πρβλ. καταδρύπτω.

French (Bailly abrégé)

Act. seul. ao. ἔδρυψα;
Pass. ao. ἐδρύφθην, pqp. ἐδεδρύμμην;
écorcher, égratigner, déchirer;
Moy. δρύπτομαι écorcher, déchirer sur soi : δ. παρειάν EUR se déchirer la joue en signe de douleur ; en parl. de deux aigles δ. παρειάς OD se déchirer mutuellement la face.
Étymologie: R. Δρυφ, écorcher.

English (Autenrieth)

aor. δρύψε, aor. mid. part. δρυψαμένω, aor. pass. δρύφθη: lacerate, tear; mid., reciprocal, παρειάς, ‘each other's cheeks,’ Od. 2.153.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. sin aum. δρύψα Il.16.324; v. med. plusperf. δέδρυπτο Q.S.14.391]
1 arañar, rasgar, desgarrar c. ac. de la parte del cuerpo βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ' ἀπὸ μυώνων Il.16.324, δρύψε δέ οἱ βλέφαρον A.R.2.109, en señal de duelo δρύπτε κάρα E.El.150, cf. Erinn.SHell.401.35, ἐμαυτήν Philostr.VA 3.38, en v. pas. δρύπτετο δὲ πρόσωπ' ὄνυξι Tim.15.166, c. ac. de rel. (Ἕκτωρ) πώλοις ὀστέα ... δρυπτόμενος AP 7.2.8 (Antip.Sid.)
fig. τὴν δὲ χοῖρον αὐονὴ δρύπτει la sed desgarra a la cerda, e.d., la está matando Herod.8.2
en lit. crist. abrir la herida de ἁμαρτάδα Gr.Naz.M.37.1274.
2 en v. med. desgarrarse, arañarse, lacerarse δρυψαμένω δ' ὀνύχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειράς desgarrándose una a otra con las garras las caras y los cuellos (las dos águilas) Od.2.153, en señal de duelo δρύπτεται ... παρειάν se araña la mejilla E.Hec.655, cf. Opp.C.3.214, Nonn.D.2.642, στήθεα Orph.A.596, χρόα Q.S.3.554, γυναῖκες ἀναβοήσασαι ἐδρύπτοντο X.Cyr.3.1.13, cf. Opp.H.4.259
arrancarse, mesarse en señal de duelo χαῖτας Milet 6(2).742.4 (IV a.C.), ἐθείρας SEG 44.779.5 (Ragusa II d.C.).

• Etimología: De *drH2°-pi̯ō, de la r. que da lugar en P/ø (o sin alarg.) a δέρω q.u. y en ø/ø alargado a δρῦς q.u.

Greek Monolingual

δρύπτω (Α)
1. σχίζω, ξεσχίζω, σπαράζω
2. (σε πένθος) κόπτομαι
3. επιδρώ επιβλαβώς στην υγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λέξη που ανάγεται στη ρίζα der- «γδέρνω, ξεσχίζω» του δέρω και συνδέεται με το δρέπω. Ο τ. εμφανίζει σύνθετα σε -δρυφής (πρβλ. αμφιδρυφής) και -δρυφος (πρβλ. αμφίδρυφος), που είναι νεώτεροι αναλογικοί σχηματισμοί].

Greek Monotonic

δρύπτω: (√ΔΡΥΦ), μέλ. δρύψω, αόρ. αʹ ἔδρυψα, Επικ. δρύψα — Παθ. αόρ. αʹ ἐδρύφθην, σε Βάβρ.· σχίζω, απογυμνώνω, γδέρνω, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., δρυψαμένω παρειάς, ξεσχίζοντας τα μάγουλα ο ένας του άλλου, σε Ομήρ. Οδ.· ως ένδειξη πένθους και θρήνου, δρύπτεσθαι παρειάν, ξεσχίζω το μάγουλό μου, σε Ευρ.