ῥαδινός

From LSJ
Revision as of 01:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰδῐνός Medium diacritics: ῥαδινός Low diacritics: ραδινός Capitals: ΡΑΔΙΝΟΣ
Transliteration A: rhadinós Transliteration B: rhadinos Transliteration C: radinos Beta Code: r(adino/s

English (LSJ)

ή, όν, Aeol. βράδῐνος [ᾰ], α, ον, poet. Adj.

   A slender, taper, ἱμάσθλη Il.23.583; ἄκοντες Stesich.53; κίονες Ibyc.58; of plants, ὄρπαξ Sapph.104; φοῖνιξ Thgn.6; κυπάρισσοι Theoc.11.45, 27.46.    2 of the limbs or body, taper, slim, slender, πόδες h.Cer.183, Hes.Th.195; χεῖρες Thgn.1002, cf. Ath.Mitt.17.272 (Athens, ii A.D.); μηροί Anacr. 66; πῶλοι Id.165 (unless in signf. 3); βραδίναν Ἀφροδίταν Sapph.90; παῖς Theoc.10.24; σώματα X.Lac.2.5; ῥ. τῷ μήκει τοῦ σώματος Plu.2.723d; of the neck, Aret.SD1.8; τράχηλος AP5.131 (Phld.); πτέρυγες (of a cicada) ib.7.200 (Nic.).    3 generally, soft, tender, ῥαδινῇ τῇ κόμῃ, of ivy, Ach.Tat.1.15; δέρμα προβάτου ὡς ὅτι ῥαδινώτατον Id.3.21: metaph., tender or mobile, ὄσσε A.Pr.401 (lyr.); and the Gramm. (Sch.A. l.c.) give εὐκίνητος among other interpretations.

German (Pape)

[Seite 831] äol. βραδινός, schwank, schlank; ἱμάσθλη, die schwanke Gerte od. Peitsche, Il. 23, 583 (nach Apoll. L. H. παρὰ τὸ ῥᾳδίως δονεῖσθαι, s. unten); πόδες, flinke, leicht bewegliche Füße, h. Cer. 183 Hes. Th. 195, die B. A. 6, 26 erkl. werden ὀρθοὶ καὶ ἁπαλοί, ἢ εὖ πεφυκότες, zu allgemein; χεῖρες, seine, flinke od. zierliche Hände, Theogn. 6. Nach Schol. Ap. Rh. 3, 106 brauchte es Anacr. ἐπὶ τάχους, ῥαδινοὶ πῶλοι, Ibyc. ἐπὶ τῶν τὸν οὐρανὸν βασταζόντων κιόνων ἀντὶ τοῦ εὐμεγέθεις, schlanke Säulen, u. Stesichor. ἐπὶ τοῦ εὐτόνου, ἄκοντας ῥαδινούς; die VLL. erkl. λεπτός, ἰσχνός; Aesch. ῥαδινὸν λειβομένα ῥέος, Prom. 399, von Thränen; übh. schlank, aufgeschossen, dünn, zart, vom menschlichen Körper u. einzelnen Theilen desselben, wie von Pflanzen; παῖς, Theocr. 10, 24; κυπάρισσοι, 11, 45; ῥίζα, Nic. Ther. 545; so Xen. τροφὴ σώματα ῥαδινὰ ποιοῦσα, Lac. 2, 6, im Ggstz von διαπλατύνουσα; u. Plut. ῥαδινὸν τῷ μήκει τοῦ σώματος, Symp. 8, 4, 1. Bes. von der Aphrodite u. von Mädchen, Agath. 14. 15. 20 (V, 218. 220. 282), u. öfter in der Anth., wo auch Dionysos so heißt, Hymn. (IX, 524, 14); auch mit tadelndem Nebenbegriffe des Weichlichen, Schwächlichen. – [Die Ableitung von ῥᾴδιος hat wegen der Kürze des α große Bedenklichkeiten, weshalb man an κραδαίνω u. ä., auch βράζω, βράσσω gedacht hat, so daß schwanken, bewegen die Grundbedeutung wäre.]

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰδινός: -ή, -όν, Αἰολ. βραδινός, ή όν· - ποιητ. ἐπίθ., λεπτὸς καὶ ἐπιμήκης, ἰμάσθλη Ἰλ. Ψ. 583· ῥαδινοὺς ἄκοντας Στησίχ. 50· κίονες Ἴβυκος 52· ἐπὶ φυτῶν, ὄρπαξ Σαπφὼ 105· φοίνιξ Θέογν. 6· κυπάρισσοι Θεόκρ. 11. 45., 27. 45. 2) ἐπὶ τοῦ σχήματος νεανικῶν μελῶν καὶ νεανικοῦ σώματος, λεπτοφυής, «λεπτοκαμωμένος», λεπτός, ἁπαλός, πόδες Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 183, Ἡσ. Θεογ. 195· χεῖρες Θέογν. 1002· μηροί Ἀνακρ. 65· πῶλοι ὁ αὐτ. 104, ἔνθα ἴδε Bgk.· βραδινὰν Ἀφροδίταν Σαπφὼ 91, πρβλ. Θεόκρ. 10. 24· σώματα Ξεν. Λακ. 2, 6· ῥαδινὸς τῷ μήκει τοῦ σώματος Πλούτ. 2. 723D· συχν. ἐν τῇ Ἀνθ. 3) καθόλου, λεπτός, ἁπαλός, ἢ εὐκίνητος, ὄσσε Αἰσχύλ. Πρ. 400· καὶ οἱ γραμματ. μεταξὺ τῶν λοιπῶν ἑρμηνειῶν ἔχουσι καὶ τὴν ἑρμηνείαν εὐκίνητος. (Ἐκ τῆς √ΡΑΔ ἢ ΒΡΑΔ· πρβλ. ῥοδάνη, ῥαδάνη, ῥοδανός καὶ ῥαδαλός, ὀρόδαμνος, ῥάδαμνος, ῥάδιξ, ῥίζα, ἴσως δὲ καὶ ῥόδον (Αἰολ. βρόδονὥστε ἡ πρώτη ἔννοια θὰ ἦτο εὔκαμπτος, εὐλύγιστος, «λυγερός». - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαδινόν· λεπτόν, ἰσχνόν, εὐκίνητον, ἁπαλόν, εὐδιάσειστον», πρβλ. «ῥαδές· τὸ ἀμφοτέρωσε ἐγκεκλιμένον» παρὰ τῷ αὐτῷ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. souple, flexible;
II. 1 agile, rapide;
2 svelte, élancé;
3 tendre, délicat.
Étymologie: R. Ϝραδ ou Ῥαδ, être souple, flexible.

English (Autenrieth)

(ϝρ.): slender, pliant, Il. 23.583†.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥαδινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, -ή, -ό, Ν, και ῥοδανός και ῥαδαλός και ραδανός, -ή, -όν και αιολ. τ. βραδινός, -ίνα, -ον, Α
(για μέλη του σώματος και για πρόσ.)
1. λεπτοκαμωμένος, βεργολυγερός (α. «ραϊδινή παρθένα τους προσμένει», Γρυπ.
β. «στεφανώματα δ' εἴσω εὐειδὴς ῥαδιναῑς χερσὶ Λάκαινα κόρη», Θεόγν.)
2. ευλύγιστος
αρχ.
1. λεπτός και επιμήκης («ἱμάσθλην χερσὶν ἔχων ῥαδινήν», Ομ. Ιλ.)
2. (για κίονα) ευμεγέθης
3. απαλός, τρυφερός
4. μτφ. ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. ῥαδ-ινός / βράδ-ινος (πρβλ. πυκ-ινός) εμφανίζει τους παράλληλους τ. ῥαδ-ανός (πρβλ. πιθ-ανός) και ῥαδ-αλός (πρβλ. τροφ-αλός) και επίσης με φωνηεντισμό -ο- τον τ. ῥοδανός (πρβλ. ῥοδάνη, ῥοδανίζω). Με τους προηγούμενους τ. συνδέονται πιθ. και οι τ: «ῥαδές τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον (αμφίβολης μορφής και σημ.) και το ομηρικό περι-ρρηδής «αυτός που γλιστράει, που πέφτει» το οποίο θα προϋπέθετε αμάρτυρο ουδ. ῥῆδος. Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι οι τ. παρουσιάζουν δυσερμήνευτη εναλλαγή φωνηεντισμού α/ο/η. Αμφίβολη, τέλος, θεωρείται η σύνδεση τών τ. τόσο με την ΙΕ ρίζα wer- «στρίβω, λυγίζω» όσο και με τη λ. ῥάδαμνος «βλαστός»].

Greek Monotonic

ῥᾰδῐνός: -ή, -όν, Αιολ. βρᾰδῐνός, -ή, -όν,
1. λεπτός, λυγερός, λεπτός στην άκρη, μυτερός, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν. κ.λπ.
2. λέγεται για τα μέλη νεανικού σώματος, λυγερός, λεπτοφυής, λεπτοκαμωμένος, ντελικάτος, απαλός, φερός, σε Ησίοδ., Θέογν.
3. γενικά, λεπτός, απαλός ή ευκίνητος, ὄσσε, σε Αισχύλ.