ἀστεμφής

From LSJ
Revision as of 17:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστεμφής Medium diacritics: ἀστεμφής Low diacritics: αστεμφής Capitals: ΑΣΤΕΜΦΗΣ
Transliteration A: astemphḗs Transliteration B: astemphēs Transliteration C: astemfis Beta Code: a)stemfh/s

English (LSJ)

ές,

   A unmoved, unshaken, βουλή Il.2.344; βίη A.R.4.1375; ἀστεμφὲς ἔχεσκε [τὸ σκῆπτρον] he held it stiff, Il.3.219; οὐδός Hes.Th.812; ἀ. οἵη νέκυς Opp.H.2.70. Adv., ὑμεῖς ἀστεμφέως ἐχέμεν you hold fast! Od.4.419, cf. 459; ἀστεμφῶς τὸν βίον διενήξατο Marin. Procl.15: neut. ἀστεμφές as Adv., stiffly, starkly, Mosch.4.113; νεφέλαι . . ἀ. μελανεῦσαι dark without relief, Arat.878.    2 of persons, stiff, ποιηταὶ σκληροὶ καὶ ἀ. Ar.Fr.579; ἀ. τελαμών unflinching, Theoc.13.37; as pr. n. of a Titan, Emp.123.    3 metaph., of a trap, relentless, AP6.296 (Leon.); ζυγός, δεσμός, Opp.H.1.417, 2.84; νύξ AP9.424 (Duris).—Poet. word, also in late Prose, Agath.1.21. (Cf. στέμβω, στέμφυλον, Skt. stabhnaā´ti `supports', `holds fast'.)

German (Pape)

[Seite 375] ές (στέμβω), 1) unerschütterlich, unwandelbar, fest, ἀστεμφέα βουλήν Iliad. 2, 344; σκῆπτρον δ' οὔτ'ὀπίσω οὔτε προπρηνὲς ἐνώμα, ἀλλ' ἀστεμφὲς ἒχεσκεν 3, 219; ἀστεμφέως ἔχειν, festhalten, nicht loslassen, Od. 4, 419. 459. So auch Sp. D., τελαμών Theocr. 13, 37; βίη Ap. Rh. 4, 1375; δόμος Orph. Arg. 665; vgl. Opp. H. 4, 613. Dah. grausam, hart, ποδάγρη Leon. Tar. 12 (VI, 296); δεσμός Opp. H. 2, 84. – 2) ungekeltert, von Trauben?

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεμφής: -ές, (στέμβω) ἀκίνητος, ἀδιάσειστος, ἀμετάτρεπτος, βουλή Ἰλ. Β. 344· βίη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1375· ἀστεμφές ἔχεσκεν [τὸ σκῆπτρον], ἐκράτει αὐτὸ ὀρθὸν καὶ ἀκίνητον, Ἰλ. Γ. 219· οὐδὸς Ἡσ. Θ. 812· ἀστ. οἵη νέκυς Ὀππ. Ἁλ. 2. 70. - Ἐπίρρ., ὑμεῖς δ’ ἀστεμφέως ἐχέμεν, σεῖς δὲ νὰ τὸν κρατῆτε γερά, νὰ τὸν βαστᾶτε καλά, Ὀδ. Δ. 419, πρβλ. 459· ὡσαύτως οὐδέτ. ἀστεμφὲς ὡς ἐπίρρ. ἀκινήτως, ἀσείστως, Μόσχ. 4. 113. 2) ἐπὶ προσώπων, στερρός, ἄκαμπτος, ποιηταὶ σκληροί καὶ ἀστ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563· αὐτῷ θ’ Ἡρακλῆϊ καὶ ἀστεμφεῖ Τελαμῶνι, ἀκαμπεῖ καὶ σκληρῷ ἢ στερρῷ, Θεόκρ. 13. 37. 3) μεταφ., ἐπὶ ποδάγρας, ἀμείλικτος, ἀπηνής, ἀστεμφῆ ποδάγρην Ἀνθ. ΙΙ. 6. 296· ζυγός, δεσμὸς Ὀππ. Ἁλ. 1. 417., 2. 84· νὺξ Ἀνθ. ΙΙ. 9. 424.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
inébranlable, ferme, solide ; neutre adv. • ἀστεμφές avec force.
Étymologie: ἀ, στέμβω.

English (Autenrieth)

ές: firm, unyielding, Il. 2.344; as adv., still, Il. 3.219.

Spanish (DGE)

-ές
I 1firme, sólido, inamovible σκῆπτρον ... ἀστεμφὲς ἔχεσκεν Il.3.219, οὐδός Hes.Th.812, ποδάγρη AP 6.296 (Leon.), ζυγόν Opp.H.1.417, δεσμός Opp.H.2.84, Nonn.D.40.324, κεῖται δ' ἀ. οἵη νέκυς Opp.H.2.70, cf. Hsch.
neutr. como adv. sin movimiento ἀστεμφὲς ἔκειτο Mosch.4.113.
2 fig. de pers. inflexible σὺ ... ἀ. Anacr.12.2, κύων (prob. Cerbero) Trag.Adesp.658.2, Ἀΐδης ISmyrna 520b.4 (II a.C.), Τελαμών Theoc.13.37, como n. pr. de un titán, Emp.B 123
imperturbable de Atila οὗτος γὰρ ἔμενεν ἀ. Prisc.p.318.6
de abstr. implacable, inflexible βουλή Il.2.344, βίη A.R.4.1375, νύξ AP 9.424 (Duris), cf. Hsch.
en sent. peyor. áspero, rudo ποιηταί Ar.Fr.688
neutr. como adv. firmemente ἀλωαὶ ... ἀστεμφὲς μελανεῦσαι Arat.878.
II adv. -έως, -ῶς con firmeza, firmemente ἀστεμφέως ἐχέμεν mantenerse firme, Od.4.419, cf. 459, ἀστεμφῶς ἔχουσι Synes.Regn.1, ἀστεμφῶς ... τὸν βίον διενήξατο Marin.Procl.15.

• Etimología: Se propone un tema *στέμφος c. ἀ- copulativa, rel. στέμφυλα, q.u.

Greek Monolingual

ἀστεμφής, -ές (Α) στέμβω
Ι. 1. αμετακίνητος, αδιάσειστος
2. (για πρόσ.) άκαμπτος σκληρός
3. μτφ. αμετάπειστος, αδιάλλακτος
II. (το ουδ. στον εν. ως επίρρ.) ἀστεμφές
σκληρά, άκαμπτα.

Greek Monotonic

ἀστεμφής: -ές (στέμβω
1. ακίνητος, αδιάσειστος, αμετάτρεπτος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀστεμφὲς ἔχεσκε (τὸ σκῆπτρον), το κράτησε όρθιο και ακίνητο, στο ίδ.· επίρρ., ἀστεμφέως ἐχέμεν, εσείς να τον βαστάτε γερά, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, ουδ. ἀστεμφές, ως επίρρ., άκαμπτα, γερά, σταθερά, σε Μόσχ.
2. λέγεται για πρόσωπα, σταθερός, άκαμπτος, αλύγιστος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστεμφής: 1) неподвижный (σκῆπτρον Hom.);
2) непоколебимый, непреклонный, твердый, крепкий (βουλή Hom.; χάλκεος οὐδός Hes.; Τελαμών Theocr.);
3) неумолимый, жестокий (ποδάγρη, νύξ Anth.).