ἐμφανισμός

From LSJ
Revision as of 19:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφανισμός Medium diacritics: ἐμφανισμός Low diacritics: εμφανισμός Capitals: ΕΜΦΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: emphanismós Transliteration B: emphanismos Transliteration C: emfanismos Beta Code: e)mfanismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A manifestation, Pl.Def.413e; information, disclosure, PAmh.2.30.2, al. (ii B.C.), LXX 2 Ma.3.9, BCH 48.369 (Thessaly, i A. D.); indication, τινός A.D.Synt.50.27, al.; explanation, Ptol.Tetr.22.

German (Pape)

[Seite 819] ὁ, das Kundmachen, Plat. defin. 413 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφᾰνισμός: ὁ, ἔνδειξις, δήλωσις, προθυμία, ἐμφανισμὸς προαιρέσεως πρακτικῆς Πλάτ. Ὅροι 413Ε, Ἑβδ. (Β΄, Μακκ. Γ΄, 9).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 manifestación c. gen. subjet. ἐμφανισμὸς προαιρέσεως πρακτικῆς Pl.Def.413e
aclaración, distinción c. gen. obj. εἰς ἐμφανισμὸν τοῦ συγκεχυμένου γένους con vistas a distinguir el género que es indistinto A.D.Synt.50.27
explicación, exposición oral o escrita de un tema τὸν ἐμφανισμὸν ποιούμενοι Ptol.Tetr.1.9.1.
2 información, noticia ἀνέθετο περὶ τοῦ γεγονότος ἐμφανισμοῦ LXX 2Ma.3.9.
3 denuncia, declaración ante alguna autoridad ἐμφανισμοί περί τινων ἀδικημάτων PAmh.33.13 (II a.C.), περὶ δίκης SEG 33.1177.33 (Mira I d.C.), glos. a εἰσαγγελία Hsch.
4 propuesta o moción presentada ante la asamblea γιγνομένου ἐμφανισμοῦ ὑπὸ πλειόνων IG 42.65.2 (I a.C.), cf. SEG 3.468 (Tesalia I a.C.).

Greek Monolingual

ἐμφανισμός, ο (Α)
1. εκδήλωση, φανέρωση
2. καταγγελία, αποκάλυψη
3. ένδειξη, υποδήλωση
4. εξήγηση, ερμηνεία.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφᾰνισμός: ὁ изъявление, выявление (προαιρέσεως πρακτικῆς Plat.).