ἰθαγενής

From LSJ
Revision as of 22:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθᾱγενής Medium diacritics: ἰθαγενής Low diacritics: ιθαγενής Capitals: ΙΘΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: ithagenḗs Transliteration B: ithagenēs Transliteration C: ithagenis Beta Code: i)qagenh/s

English (LSJ)

[ῐ], ές, or ἰθαιγ-, Od.14.203 (v.l.), Hdt.2.17 (v.l.), A. Pers.306(v.l.), Alex.Aet. (v. infr.):—

   A born in lawful wedlock, ἀλλά με ἶσον ἰθαγενέεσσιν (so most codd. and A.D.Adv.187.24: v.l. ἰθαιγ-) ἐτίμα honoured me like his true-born sons, of a νόθος, Od. l.c., cf. A.R.Fr.12.2 (ἰθαγ- cod.), Alex.Aet.3.2 (ἰθαιγ- cod.).    2 of a nation, from the ancient stock, aboriginal, opp. ἔπηλυς, ἰ. Αἰγύπτιοι Hdt.6.53, cf. A.Pers.306; οὐχ ὑπ' ἰθαγενῶν ἤρχοντο Str.7.7.8, cf. Agath.2.15,25.    3 ἰ. κύημα, opp. an abortion, Hp.Mul.1.71; of some mouths of the Nile, natural, original, opp. ὀρυκτά, Hdt.2.17; ἰ. νότος, ζέφυρος, genuine, Arist.Mete.364a16,18. (Glossed αὐτόχθων by Hsch., αὐθιγενής by Erot.; originalis, indigena, by Gloss.; perh. ἰθᾰ-γενής [ᾱ metri gr.], cf. Skt. ihá, Avest. ιδα (fr. *idhá) 'here'; cf. pr. n. Ἰθαγένης Plu.Per.26, Ps.-Hdt.Vit.Hom.1, but Ἰθαιγένης IG 12(9).192 (iv B.C.).)

German (Pape)

[Seite 1245] ές, p. ἰθαιγενής, ές, – 1) gerad-, ebeubürtig, d. i. in rechtmäßiger Ehe erzeugt, Od. 14, 201 ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς· ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα, dem vorangehenden γνήσιος entsprechend; γνήσιος ἐξ ἰθαιγενέων πατέρων Alex. Aetol. 5, 2; – νότος, ζέφυρος, Arist. Meteorl. 2, 6, die gerade aus Süd, West wehen. – 21 = αὐτόχθων, Aesch. Pers. 298 Her. 6, 53 u. Sp.; auch = von selbst entstanden, von Natur, οὐκ ἰθαγενέα στόματα τοῦ Νείλου, ἀλλ' ὀρυκτά Her. 2, 17; einheimisch, Strab. VII, 326. Ueber die Schreibung vgl. Lob. zu Phryn. p. 648.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθᾱγενής: ὲς (ῑθ), Ἐπικ. ἰθαιγ-, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 648· (ἰθύς, γένος): - γεγεννημένος ἐκ νομίμου γάμου, νόμιμος, ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα ἔνθα τό ι εἶναι βραχὺ χάριν τοῦ μέτρου, μὲ ἐτίμα ὡς τούς γνησίους υἱούς του, λεγόμενον παρὰ νόθου, Ὀδ. Ξ. 203, πρβλ. Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 21. 2., 14. 3· οὕτως, ἐπί ἔθνους, ἐκ τοῦ ἀρχαίου γένους, γνήσιος, ὡς τὸ αὐτόχθων, ἀντίθετον τῷ ἔπηλυς, ἰθ. Αἰγύπτιοι Ἡρόδ. 6. 53, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 306· οὕτως, ἰθ. κύημα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔκτρωμα, Ἱππ. 618, 654. 11· ἐπί τινων ἐκ τῶν στομάτων τοῦ Νείλου, φυσικός, ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, ἀντίθετον τῷ ὀρυκτός, οὐκ ἰθαγενέα στόματα Νείλου, ἀλλ’ ὀρυκτὰ Ἡρόδ. 2. 17· ἰθ. νότος, ζέφυρος, γνήσιος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 12· ἰθ. χρυσίον Κλήμ. Ἀλ. 342.

French (Bailly abrégé)

épq. ἰθαιγενής;
ής, ές :
né en droite ligne :
1 dont la naissance est droite, franche, légitime;
2 formé naturellement en parl. de plusieurs bouches du Nil;
3 né dans le pays même, indigène.
Étymologie: ἰθύς, γένος.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἰθαγενής, -ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής)
αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος
αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος
2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» — γνήσιος χρυσός)
3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα» — κανονικό, φυσιολογικό νεογνό, όχι έκτρωμα
4. φρ. «οὐκ ἰθαγενέα στόματα Νείλου ἀλλ' ὀρυκτά» — όχι φυσικά στόμια του ποταμού, αλλά σκαμμένα, Ηρόδ.
5. (για ανέμους) αυτός που πνέει ακριβώς από κάποιο από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα («ἰθαγενὴς νότος, ζέφυρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιθα- + -γενής (< γένος)
το α' συνθετικό προέρχεται από το αντωνυμικό θ. ι- και από το επίθημα -θα, αντιστοιχεί δε ακριβώς προς το αρχ. ινδ. iha και το αβεστ. ida «εδώ» (πρβλ. -θα). Μαρτυρούνται δύο ορθογραφίες του τ.: ἰθαιγενής και ἰθαγενής, από τις οποίες την πρώτη διασώζει η χειρόγραφη παράδοση, ενώ τη δεύτερη υποστηρίζουν οι αρχ. γραμματικοί. Το -αι- του τ. ἰθαιγενής μπορεί να οφείλεται είτε σε μετρική έκταση (το δηλώθηκε για μετρικούς λόγους με αι), είτε σε αναλογία προς επιρρήματα σε -αι (πρβλ. χαμαί). Ενδέχεται όμως ο τ. ἰθαιγενής να προέρχεται από ἰθαι- και να συνδέεται με τη λ. ἰθαρός «καθάριος, χαρούμενος» (πρβλ. μιαρός - μιαιφόνος). Στη Νέα Ελληνική για τη σημ. «ιθαγενής» χρησιμοποιούνται λ. όπως αυτόχθων, ντόπιος, ενώ η λ. ιθαγενής χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει τους αυτόχθονες τών τόπων εκείνων τους οποίους ανακάλυψαν οι Ευρωπαίοι από τον 15ο αιώνα και μετά. Με αυτή τη χρήση η λ. είναι απόδοση του γαλλ. indigene «αυτόχθων» (< λατ. indigena), που χρησιμοποιούνταν σε αντιδιαστολή προς το Ευρωπαίος].

Greek Monotonic

ἰθᾱγενής: -ές, Επικ. ἰθαι-γ- (ἰθύς, γένος), γεννημένος από νόμιμο γάμο, νόμιμος, ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα, με τιμούσε όπως τους πραγματικούς γιους του, λέγεται για νόθο τέκνο, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως λέγεται για έθνος, από το αρχαίο γένος, γνήσιος, όπως το αὐτόχθων, αντίθ. προς το ἔπηλυς, ἰθαγενεῖς Αἰγύπτιοι, σε Ηρόδ.· λέγεται για μερικά από τα «στόματα», στόμια του Νείλου, φυσικός, γνήσιος, αυτός που υπάρχει αφ' εαυτού, αντίθ. προς το ὀρυκτός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰθᾱγενής: эп. ἰθαιγενής 2 (ῐ) ἰθύς
1) происходящий по прямой линии, рожденный в законном браке, законный: τινὰ ἶσον ἰθαι γενέεσσιν τιμᾶν Hom. почитать кого-л. наравне с законными (сыновьями);
2) подлинный, чистокровный, коренной (Ἀιγύπτιοι Her.);
3) естественный, природный (ἰθαγενεῖς καὶ σύμφυτοι τέχναι Plut.): τὸ Βολβίτινον στόμα καὶ τὸ Βουκολικὸν οὐκ ἰθαγενέα στόματά ἐστι, ἀλλ᾽ ὀρυκτά Her. Больбитское и Буколическое устья (Нила) - не естественные, а (искусственно) прорытые;
4) действительный, настоящий (ἀριστεὺς Βακτρίων ἰ. Aesch.; νότος, ζέφυρος Arst.).