σομφός
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ή, όν,
A spongy, porous, σ. οἷον σπογγιά Hp.Loc.Hom.2; of pumice-stone, Alex.124.10; ἡ γλῶττα σὰρξ μανὴ καὶ σ. Arist.HA492b33; freq. of the lungs, ib.496b3, Resp.478a13, al., cf. Clidem. ap. Thphr.Sens.38; σομφὴ σάρξ, of fish, Archestr.Fr.14; of ground, χώρα σ. καὶ ὕπαντρος Arist.Mete. 366a25, cf. 352b10. II metaph. of sound, unresonant, σομφὸν φθέγγεσθαι, of persons with polypus in the nose, Hp.Morb.2.33; σομφὸν ἐμπνεύσας, of a flute-player, blowing thickly, huskily, D.H. Comp.11, cf. Alex.Aphr. in Top.329.28; half-way between λευκός and μέλας in sounds, as φαιός is in colours, Arist.Top.106b7. III σομφός, ὁ,= κολοκυνθίς, Plin.HN20.13.
German (Pape)
[Seite 913] 1) schwammig, locker, porös; σάρξ, eines Fisches, Archestrat. bei Ath. VII, 316 a; Arist. partt. an. 3, 6. – 2) φωνὴ σομφή, eine dumpfe, hohle, heisere Stimme, in der Mitte zwischen λευκή u. μέλαινα stehend, also der Farbe φαιός entsprechend, Arist. top. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
σομφός: -ή, -όν, σπογγώδης, πορώδης, ἀραιός, σ. οἷον σπογγιὰ Ἱππ. 408. 42· ἐπὶ κισήρεως, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 5. 10· ἡ γλῶττα σὰρξ μανὴ καὶ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· συχν. περὶ τῶν πνευμόνων, αὐτόθι 1. 17, 7, π. Ἀναπν. 15, 1, κ. ἀλλ.· σομφὴ σάρξ, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 316Α· ἐπὶ ἐδάφους, χώρη σ. καὶ ὕπαντρος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 8, πρβλ. 1. 14, 17. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἤχου, βαρυηχής, βαθύφωνος, βραχνός, σομφὸν φθέγγεσθαι Ἱππ. 471. 43· τὸ μέσον μεταξὺ τοῦ λευκὸς καὶ μέλας ἐπὶ ἤχων, ὡς τὸ φαιὸς ἐπὶ χρωμάτων, ἴδε Ἀριστ. Τοπ. 1. 13, 6 κἑξ.· οὕτως ἐν τῇ Λατ. fusca vox, ἀντίθετον τῷ candida, Κικ. Ν. D. 2. 146· πρβλ. ξουθός. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σομφόν· χαῦνον». (Ὁ Κούρτ. παραβάλλων τὸ Λατ. fung-us, Γοτ. svamm-s (σπόγγος), Ἀρχ. Σκανδ. svamp-r, Ἀρχ. Γερμ. swam (schwamm) ἄγεται εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ σομφὸς εἶναι ταὐτὸν τῷ σφόγγος, σπόγγος).
Greek Monolingual
-ή, -ό / σομφός, -ή, -όν, ΝΑ
σπογγώδης, πορώδης
νεοελλ.
φρ. «σομφό ξύλο»
βοτ. τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα του δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη λειτουργία μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο φύλλωμά τους
αρχ.
1. (για ήχο) βαρύς, χοντρός («σομφὸν φθέγγεσθαι» — λεγόταν για πρόσωπα που έχουν πολύποδα στη μύτη, Ιπποκρ.)
2. (για ήχο) ο ενδιάμεσος μεταξύ ευκρινούς και συγκεχυμένου
3. το αρσ. ως ουσ. ο σομφός
η κολοκυνθίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίθ. σομφός ανάγεται σε ΙΕ τ. swomb(h)o-s «πορώδης» και συνδέεται με: αρχ. άνω γερμ. svamp «σπόγγος» (πρβλ. γερμ. Schwamm «σπόγγος»), αγγλοσαξ. svamm «σπόγγος». Πρόβλημα, ωστόσο, γεννά η διατήρηση του αρκτικού σ- στον ελλ. τ. (βλ. και λ. σέλας). Η άποψη, τέλος, ότι πρόκειται για λ. ευρείας διάδοσης δεν θεωρείται πιθανή].
Russian (Dvoretsky)
σομφός: 1) губчатый, пористый (σάρξ Arst.);
2) рыхлый (χώρα Arst.);
3) (о звуке) глухой (φωνή Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σομφός -ή -όν sponzig, poreus. van geluid zonder resonantie, dof.