μώλος

From LSJ
Revision as of 11:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source

Greek Monolingual

(I)
ο (Μ μῶλος)
ο μόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μῶλος, αντί μόλος που θεωρείται επικρατέστερος (< ιταλ. mōlo), αποτελεί απόδοση του μακρού λατ. -ō- στον τ. mōles, -is «όγκος, προκυμαία» με -ω-].
(II)
μῶλος, ὁ (Α)
1. ο κόπος και ο μόχθος του πολέμου («εὐχόμενος θάνατόν τε φυγεῑν καὶ μῶλον Ἄρηος», Ομ. Ιλ.)
2. (μόνο μία φορά στην Οδύσσεια) αγώνας, μονομαχία («ξείνου καὶ Ἴρου μῶλος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται με το λατ. mōlēs «βάρος, μόχθος» (πρβλ. μῶλος Ἄρηος και λατ. mōles Μartis ή mōles pugnae «αγώνας ή μόχθος του πολέμου»), με το μόλις «με κόπο», καθώς και με λιθουαν. prisimuoleti «κοπιάζω, μοχθώ». Είναι πιθανό όλοι αυτοί οι τ. να συνδέονται με γερμ. και σλαβικές λ. (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. muoan «πιέζω, ενοχλώ», απ' όπου το γερμ. mude «κουρασμένος», ρωσ. maju, -atĭ «κουράζω, εξαντλώ»). Η λ. χρησιμοποιείται ήδη στον Όμηρο για να δηλώσει τη μάχη, τη συμπλοκή. Στην αρχ. κρητική διάλεκτο απαντούν σύνθετες και παράγωγες λ. του τ. μῶλος ως δικανικοί όροι (πρβλ. ἀντί-μωλος «αντίδικος», μωλῶ, -έω «δικάζω»). Πρόκειται για χρήση που απηχεί το παλαιότερο στρατιωτικό πνεύμα (πρβλ. και τους δικανικούς όρους: διώκω, φεύγω). Η λ., τέλος, δεν αποκλείεται να συνδέεται με την ονομασία Μώλεια (τά), όνομα αρκαδικής εορτής, η οποία τελούνταν σε ανάμνηση της μάχης του Λυκούργου με τον Ερευθαλίωνα].