ἀντάλλαγμα

From LSJ
Revision as of 16:11, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντάλλᾰγμα Medium diacritics: ἀντάλλαγμα Low diacritics: αντάλλαγμα Capitals: ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ
Transliteration A: antállagma Transliteration B: antallagma Transliteration C: antallagma Beta Code: a)nta/llagma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is given or taken in exchange, φίλου for a friend, E.Or.1157, cf. LXXJb.28.15, al.; τῆς ψυχῆς Ev.Matt.16.26, cf. Ph.Fr.110H.

German (Pape)

[Seite 243] τό, das Um-, Eingetauschte, ἀλόγιστον δέ τι τὸ πλῆθος ἀντ. γενναίου φίλου Eur. Or. 1157; im N. T. Lösegeld.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντάλλαγμα: -ατος, τὸ πρὸς ἀνταλλαγὴν διδόμενον ἢ λαμβανόμενον, ἀντ. γενναίου φίλου, ἀντὶ γενναίου φίλου, Εὐρ. Ὀρ. 1157, πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ κη΄, 15, καὶ ἀλλαχοῦ)· τὶ δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὑτοῦ = λύτρον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϛ΄, 26.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 échange;
2 réconciliation.
Étymologie: ἀνταλλάσσω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
lo que es dado o tomado a cambio c. gen. ἀλόγιστον δέ τι τὸ πλῆθος ἀ. γενναίου φίλου es absurdo preferir la masa a un amigo noble E.Or.1157, φίλου πιστοῦ οὐκ ἔστι ἀ. LXX Si.6.15, ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀ. τῆς ψυχῆς; Eu.Matt.16.26, cf. Ph.Fr.p.110, καὶ προσελήφθη τὰ ἔθνη καὶ γεγόνασιν ἀ. τοῦ Ἰσραήλ Cyr.Al.M.70.885D, (ἵνα) λάβῃ τε ἀ. τοῦ πεπτωκότος τὸν Χριστόν Gr.Naz.M.37.470A, δοὺς ἑαυτὸν ἀ. τοῦ σοῦ θανάτου Gr.Nyss.Eun.3.9.9
c. prep. c. gen. τὸ τίμιον αἷμα Χριστοῦ τὸ ... ἀ. ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς Ath.Al.M.27.253B
abs. τὴν τῆς οἰκουμένης ἡγεμονίαν ἀ. κρίνοι I.BI 1.355, AI 14.484, cf. ἀ.· ἀνθόμοιον Hsch.

English (Strong)

from a compound of ἀντί and ἀλλάσσω; an equivalent or ransom: in exchange.

English (Thayer)

ἀνταλλαγτος, τό (ἀντί in place of, in turn, and ἄλλαγμα see ἀλλάσσω), "that which is given in place of another thing by way of exchange; what is given either in order to keep or to acquire anything": Isaiah , 'nothing equals in value the soul's salvation.' Christ transfers a proverbial expression respecting the supreme value of the natural life (Homer, Iliad 9,401 οὐ γάρ ἐμοί ψυχῆς ἀνταξιον) to the life eternal. (Euripides, Or. 1157; Josephus, b. j. 1,18, 3.)

Greek Monolingual

το (AM αντάλλαγμα)
αυτό που δίνει ή παίρνει κάποιος σε ανταλλαγή
νεοελλ.
η υλική ή ηθική ανταμοιβή, το αντίτιμο υπηρεσίας
μσν.
βγαλμένο ρούχο
αρχ.
τα λύτρα.

Greek Monotonic

ἀντάλλαγμα: -ατος, τό (ἀνταλλάσσω), αυτό που δίνεται ή παίρνεται ως αντάλλαγμα, φίλουγια ένα φίλο, σε Ευρ.· τῆςψυχῆς, για την ψυχή κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀντάλλαγμα: ατος τό даваемое взамен, замена, возмещение, выкуп (τινος Eur., NT).

Middle Liddell

ἀνταλλάσσω
that which is given or taken in exchange, φίλου for a friend, Eur.; τῆς ψυχῆς for one's soul, NTest.