ἀσθένεια

From LSJ
Revision as of 16:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσθένεια Medium diacritics: ἀσθένεια Low diacritics: ασθένεια Capitals: ΑΣΘΕΝΕΙΑ
Transliteration A: asthéneia Transliteration B: astheneia Transliteration C: astheneia Beta Code: a)sqe/neia

English (LSJ)

ἡ,

   A want of strength, weakness, Th.1.3, etc.: in pl., ἰσχύες καὶ ἀ. Pl.R.618d; esp. feebleness, sickliness, Hdt.4.135; ἀ. τοῦ γήρως Antipho 4.3.2, Pl.R.330e; σωμάτων Th.4.36, etc.    2 disease, sickness, Id.2.49 (pl.), OGI244.11 (Daphne, ii B.C.), etc.; δι' ἀσθένειαν Ep.Gal.4.13.    3 ἀ. βίου poverty, Hdt.2.47, 8.51.    4 in moral sense, feebleness, weakness, τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως Pl.Lg. 854a, cf. Arist.EN1150b19; τοῦ ἀκροατοῦ Arist.Rh.1419a18.—Rare in poetry, as E.HF269. -έω, to be weak, feeble, sickly, ἀ. μέλη to be weak in limb, E.Or.228; τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀ. Pl.Ly.209e; ἀ. ἀσθένειαν Id.Chrm.155b: abs., E.Hipp.274, Th.7.47, Ev.Matt.10.8, etc.; ἠσθένησε he fell sick, D.1.13; ἀσθενέων sick man, Hp.VM 12 (Phot. says that μαλακίζεσθχι is used of women); ἠσθενηκότα Plb. 31.13.7.    2 to be needy, Ar.Pax636; ἠσθενηκότες, of those unable to pay taxes, PTeb.188 (i B.C.).    3 c. inf., to be too weak to do a thing, not to be able... J.BJ2.15.5; εἰς τὸ θεωρεῖν Plot.3.8.4.    4 decline, ἠσθένησεν ἡ ἡμέρα εἰς τὴν ἑσπέραν LXX Jd.19.9.

German (Pape)

[Seite 370] ἡ, Kraftlosigkeit, Schwäche, τοῦ γήρως Plat. Rep. I, 330 e; καὶ νόσος Gorg. 577 b. Ggstz ἰσχύς Rep. X, 618 d; ῥώμη Xen. Mem. 4, 2, 32. Bes. Schwächlichkeit, Krankheit, Thuc. 7, 16; ξυμπίπτει τινί Plat. Tim. 17 a; vgl. Gorg. 519 a; ἡ περὶ ὀφθαλμόν Luc. Nigr. 4; Dürftigkeit, Thuc. 3. 16; τοῦ βίου Her. 2, 47. Vgl. ἀσθενίη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσθένεια: γεν. ας, Ἰων. ης, (Δινδ. περὶ τῆς Διαλ. τοῦ Ἡροδ. § 9), ἡ, ἔλλειψις δυνάμεως, ἀδυναμία, ἀτονία, Θουκ. 1. 3, Πλάτ. κλ.· ἐν τῷ πλ., ἰσχύες καὶ ἀσθ. Πλάτ. Πολ. 618D: ἰδίως ἔλλειψις ἐντελοῦς ὑγείας, νοσώδης κατάστασις, Ἡρόδ. 4. 135· ἀσθ. γήρως Ἀντιφῶν 27. 23· σωμάτων Θουκ. 4. 36, κτλ. 2) νόσος, ὁ αὐτ. 2. 49, ἐν τῷ πληθ. 3) ἀσθ. βίου, πενία, Ἡρόδ. 2. 47., 8. 51. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἀδυναμία, τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως Πλάτ. Νόμ. 854Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 8· τοῦ ἀκροατοῦ Ἀριστ. ῾Ρητ. 3. 18, 4. ― Σπάνιον παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 269.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 faiblesse;
2 maladie;
3 gêne, pauvreté.
Étymologie: ἀσθενής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I corporal
1 debilidad ἰσχύες καὶ ἀσθένειαι Pl.R.618d, ἡ δ' ἐν νεύροις συμμετρία ἢ ἀσυμμετρία ἰσχὺς ἢ ἀ. Chrysipp.Stoic.3.121.
2 enfermedad ἔτος ... ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας Th.2.49, ἐν ἀσθενείᾳ estando enfermo Th.7.16, ἀνέστη ... ἐξ ἐκείνης τῆς ἀσθενείας ὁ Φράστωρ D.59.58, ἐν ἀσθενείᾳ τυγχάνειν caer enfermo, BGU 467.11 (II d.C.), σωματικὴ ἀ. indisposición Plb.30.2.5, PFlor.51.5 (II d.C.), cf. Luc.Nigr.4
condiciones enfermizas, endeblez τοῦ γήρως Antipho 4.3.2, de plantas, Menest.4
en plu. achaques αἱ πυναί σου ἀσθένειαι 1Ep.Ti.5.23.
II 1debilidad, poca fuerza en sent. milit. τῶν παλαιῶν Th.1.3, τῶν Ἀθηναίων Th.8.12, τῆς πόλεως Isoc.6.58, cf. Polyaen.Exc.44.3.8, τῆς χώρας Plb.18.36.4
fig. τῆς πλαγᾶς Archyt.B 1
en sent. musical debilidad de los sonidos que son escasamente perceptibles, Aristid.Quint.16.16.
2 debilidad moral, flaqueza ἀνθρωπίνης φύσεως Pl.Lg.854a, γυναικεία ἀ. POxy.261.13 (I d.C.), tb. de la φύσις femenina PLond.971.4 (IV d.C.), τῆς σαρκός Ep.Gal.4.13, θυμοῦ Plu.2.90c, ψυχῆς Plu.2.116e, ἐν ἀσθενείᾳ καὶ ἐν φόβῳ ... ἐγενόμην πρὸς ὑμᾶς estuve entre vosotros lleno de debilidad y de miedo 1Ep.Cor.2.3, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι me sentiré orgulloso de las manifestaciones de mi debilidad 2Ep.Cor.11.30, αὑτῶν Plu.2.68e.
3 en sent. económico ἀ. βίου falta de medios, pobreza Hdt.2.47, cf. ἀ. πόλεων Plb.21.34.10, BGU 372.1.7 (II d.C.), SB 4744.3, 4 (biz.).

English (Strong)

from ἀσθενής; feebleness (of mind or body); by implication, malady; morally, frailty: disease, infirmity, sickness, weakness.

English (Thayer)

ἀσθενείας, ἡ (ἀσθενής) (from Herodotus down), want of strength, weakness, infirmity;
a. of Body; α. its native weakness and frailty: β. feebleness of health; sickness: ἀσθένεια τῆς σαρκός); α. to understand a thing: ἀσθένειαν τῆς σαρκός denotes the weakness of human nature). β. to do things great and glorious, as want of human Wisdom of Solomon , of skill in speaking, in the management of men: γ. to restrain corrupt desires; proclivity to sin: δ. to bear trials and troubles: τῇ ἀσθένεια for ταῖς ἀσθενείαις); 2 Corinthians 12:5,9f.

Greek Monolingual

η (AM ἀσθένεια) ασθενής
1. έλλειψη σθένους, αδυναμία σωματική ή ψυχική
2. αρρώστια, νόσος
3. αδυναμία, νοσηρή κατάσταση της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου (σε σχέση με τον Θεό)
4. αμαρτία
νεοελλ.
επιδημία
αρχ.
η πενίαἀσθένεια βίου»).

Greek Monotonic

ἀσθένεια: γεν. -ας, Ιων. -ης, ,
1. έλλειψη δύναμης, αδυναμία, ατονία, νοσηρότητα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἀσθένεια βίου, πενία, φτώχεια, σε Ηρόδ.
2. ασθένεια, αρρώστια, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσθένεια: ион. ἀσθενίη
1) бессилие, немощь, слабость (σωμάτων Thuc.; τοῦ γήρως Plat.; τῆς ὄψεως Arst.; τῆς ψυχῆς Plut.);
2) недуг, болезнь (ἡ καταβολὴ τῆς ἀσθενείας Plat.; ἡ περὶ τὸν ὀφθαλμὸν ἀ. Luc.);
3) бедность, скудость (βίου Her.).

Middle Liddell

ἀσθενής
1. want of strength, weakness, feebleness, sickliness, Hdt., Thuc., etc.; ἀσθένεια βίου poverty, Hdt.
2. sickness, a disease, Thuc.