κιρσός

From LSJ
Revision as of 15:00, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρσός Medium diacritics: κιρσός Low diacritics: κιρσός Capitals: ΚΙΡΣΟΣ
Transliteration A: kirsós Transliteration B: kirsos Transliteration C: kirsos Beta Code: kirso/s

English (LSJ)

ὁ,

   A enlargement of a vein, varicocele, = ἰξία 111, Hp.Aph.6.21 (pl.): of varicose veins, Apollon.Mir.42, Philostr.Gym.35, Gal.7.730: —also κριξός, Poll.4.196; κρισσός, Hippiatr.14, 77, Hsch.; cf. κισσός 11.

German (Pape)

[Seite 1442] ὁ, Erweiterung eines Blutgefäßes, Aderbruch, bes. an den Hüften, Schenkeln u. übh. am Unterleibe, att. auch κρισσός, dor. κριξός, Medic.; vgl. Poll. 4, 196.

Greek (Liddell-Scott)

κιρσός: ὁ, ἀνευρυσμὸς ἢ οἴδημα φλεβός, διάρρηξις, λατ. varix, ἰδίως περὶ τὰς κνήμας, τὸ ἐπιγάστριον, τοὺς μηρούς, κτλ., τὸ αὐτὸ καὶ ἰξία ΙΙΙ, Ἱππ. Ἀφ. 1257, κτλ.· ὡσαύτως κρισσός, κριξός, Πολυδ. Δ΄, 196, Ἡσύχ. ἐν λέξ.

Greek Monolingual

ο (Α κιρσός) μόνιμη παθολογική διεύρυνση μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα κάτω άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με κίρκος, κρίκος, λόγω του σχήματος τών κιρσών, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kir-k- «στρέφω, κάμπτω» και ο αρχικός τ. θα ήταν κιρκ-y-ός. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, συνδέεται με κιρρός «κιτρινωπός», λόγω του χρώματος ορισμένου είδους κιρσών.
ΠΑΡ. κίρσιον, κιρσώδης
αρχ.
κιρσώ.
ΣΥΝΘ. κιρσοειδής, κιρσοκήλη
αρχ.
κιρσοτομώ, κιρσουλκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιρσός -οῦ, ὁ geneesk. spatader.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: enlargement of a vein, varicocele (Hp., Philostr.),
Other forms: also κρισσός (Hippiatr., H.), κριξός (Poll.); on the interchange σ(σ) : ξ Schwyzer 318 and 516.
Compounds: As 1. member a. o. in κιρσο-κήλη varicocele, κιρσο-τομέω with -ία operate to remove varicocele;
Derivatives: κιρσώδης varicose, κιρσόομαι, -όω (cause to)become varicose with κίρσωσις (med.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. After Walde in WP. 2, 569 (Pok. 935) to κίρκος, κρίκος ring as "vortretende Aderringe"; so from *κιρκ-ι̯ός, *κρικ-ι̯ός? The variation shows that the word is Pre-Greek.

Frisk Etymology German

κιρσός: {kirsós}
Forms: auch κρισσός (Hippiatr., H.), κριξός (Poll.); zum Wechsel σ(σ) : ξ Schwyzer 318 und 516.
Grammar: m.
Meaning: Krampfader (Hp., Philostr. u. a.),
Composita : Als Vorderglied u. a. in κιρσοκήλη Aderbruch, κιρσοτομέω mit -ία Aderbruch operieren;
Derivative: Ableitungen κιρσώδης krampfaderig, κιρσόομαι, -όω Krampfadern erhalten, verursachen mit κίρσωσις (Med.).
Etymology : Herkunft unklar. Nach Walde in WP. 2, 569 (Pok. 935) zu κίρκος, κρίκος Ring als "vortretende Aderringe"; somit aus *κιρκι̯ός, *κρικι̯ός?
Page 1,858