γνωσιμαχέω

From LSJ
Revision as of 10:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωσῐμᾰχέω Medium diacritics: γνωσιμαχέω Low diacritics: γνωσιμαχέω Capitals: ΓΝΩΣΙΜΑΧΕΩ
Transliteration A: gnōsimachéō Transliteration B: gnōsimacheō Transliteration C: gnosimacheo Beta Code: gnwsimaxe/w

English (LSJ)

   A fight with one's own opinion (τῇ προτέρᾳ γνώμῃ μάχεσθαι Phryn.PSp.59 B.), or recognize one's own fighting power (as compared with the enemy): hence, give way, submit, Hdt.3.25, 7.130, E.Heracl.706 (anap.), Ar.Av.555, D.H.3.57; γ. μὴ εἶναι ὁμοῖοι give way and confess that... Hdt.8.29.    b admit one's error, Isoc.5.7, POxy.1119.20 (iii A. D.), 71 ii 14 (iv A. D.).    II in later Prose, contend obstinately, in argument, Ph.1.526, al.; γνωσιμαχήσαντες πρὸς ἀλλήλους D.H.9.1 (s. v. l.): abs., to be at variance, Hp.Ep.27.

German (Pape)

[Seite 499] die irrige Meinung bekämpfen, ihr widerstreiten, Ar. Av. 555; Eur. Suppl. 708; seine Meinung, Gesinnung ändern, seinen Irrthum einsehen u. gestehen; B. A. 33 μεταγιγνώσκειν καὶ συνιέναι τοῦ ἁμαρτήματος οἷον τῇ προτέρᾳ γνώμῃ ἣν ἔσχε μάχεσθαι; Her. 3, 25. 7, 130. 8, 29; Isocr. 5, 7, u. öfter bei Sp.; – πρός τινα, mit Einem über abweichende Meinungen streiten, Dion. Hal. 9, 1.

Greek (Liddell-Scott)

γνωσιμᾰχέω: μάχομαι πρὸς τὴν ἰδίαν μου γνώμην (ἴδε Α. Β. 33, κτλ.), ἢ ἐννοῶ τὰς δυνάμεις μου (ἐν συγκρίσει πρὸς τὰς τοῦ ἐχθροῦ)· ἑπομένως, ὑποχωρῶ, ὑποτάσσομαι, Ἡρόδ. 3. 25., 7. 130, Εὐρ. Ἡρακλ. 706, Ἀριστοφ. Ὄρν. 555 (πρβλ. γνώσει τάχα, ταχέως θὰ ἐννοήσῃς, Αἰσχύλ Ἀγ. 1649· γίγνωσκε δ’ ἀλκήν Εὐρ. Ἐκ. 227)· γν. μὴ εἶναι ὁμοῖοι, ὑποχωρῶ καὶ ὁμολογῶ ὅτι..., Ἡρόδ. 8. 29. ΙΙ. παρὰ μεταγ. πεζοῖς, ἀγωνίζομαι ἀποφασιστικῶς, Φίλων 1. 526, κτλ. (ὅστις ὡσαύτως ἔχει καὶ τὸ οὐσιαστ.–μαχία)· γνωσιμαχήσαντες πρὸς ἀλλήλους, ἐλθόντες εἰς συμβιβασμὸν μετ’ ἀγῶνα πρὸς ἀλλ., Διον. Ἁλ. 9.1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. γνωσιμαχήσω;
combattre sa propre opinion, càd revenir sur une opinion, changer d’avis, se rétracter : γνωσιμαχέετε (ion.) μὴ εἶναι ὁμοῖοι ἡμῖν HDT changeant d’avis vous reconnaissez maintenant que vous ne nous valez pas.
Étymologie: γνῶσις, μάχομαι.

Spanish (DGE)

(γνωσῐμᾰχέω) I 1abs. luchar contra la opinión propia, cambiar de opinión, retractarse, ceder εἰ ... μαθὼν ταῦτα ὁ Καμβύσης ἐγνωσιμάχεε Hdt.3.25, χρῆν γνωσιμαχεῖν σὴν ἡλικίαν E.Heracl.706, κἂν ... μὴ φῇ μηδ' ἐθελήσῃ μηδ' εὐθὺς γνωσιμαχήσῃ Ar.Av.555, cf. Isoc.5.7, Moer.109, D.H.3.57, Sm.2Pa.12.7, POxy.1119.20 (III d.C.)
c. inf. γ. μὴ εἶναι ὁμοῖοι reconocer que no sois iguales Hdt.8.29.
2 c. gen. y part. pred. admitir un error propio οἱ δὲ τῶν καθ' ἑαυτοὺς θεοῦ ψήφῳ γεγονότων καὶ κατ' ἀδικίαν τὴν αὐτῶν γνωσιμαχήσαντες y ellos reconociendo con arrepentimiento que sus desgracias se debían a un decreto del dios y a su propia iniquidad I.AI 5.168.
II en prosa tardía combatir, argumentar obstinadamente abs. Ph.1.526, POxy.71.2.14 (IV d.C.)
c. ac. γνωσιμαχήσαντες ἃ ... ἄμεινον ἦν ποιεῖν después de haberse opuesto tenazmente a lo que habría sido mejor hacer I.AI 13.152, c. πρός y ac. γνωσιμαχήσαντες πρὸς ἀλλήλους ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος tras haber disputado tenazmente entre sí el senado y el pueblo D.H.9.1.

Greek Monotonic

γνωσῐμᾰχέω: (μάχομαι), Ιων. ρήμα, μάχομαι με την ίδια μου τη γνώμη, δηλ. αλλάζω τη γνώμη μου, αναγνωρίζω την ανωτερότητα του αντιπάλου (σε σύγκριση με τις γνώμες μας)· παραδίδομαι, υποτάσσομαι, υποχωρώ, σε Ηρόδ., Ευρ., Αριστοφ.· γνωσιμαχέω μὴεἶναι ὁμοῖοι, υποχωρώ και ομολογώ, παραδέχομαι πως αυτοί δεν είναι ισάξιοι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

γνωσῐμᾰχέω: отказываться от прежнего мнения, передумывать (εἰ ἐγνωσιμάχεε καὶ ἀπῆγε ὀπίσω τὸν στρατόν Her.): χρῆ γ. τι Eur. приходится сознаться в чем-л.; γνωσιμαχέετε μὴ εἶναι ὁμοῖοι ἡμῖν Her. теперь-то вы удостоверились, что не можете равняться с нами; κἂν μὴ γνωσιμαχήση Arph. если же он станет упорствовать.

Middle Liddell

μάχομαι
ionic Verb, to fight with one's own opinion, i. e. to change one's mind, to recognise one's own fighting power (as compared with the enemy): hence to give way, submit, Hdt., Eur., Ar.; γν. μὴ εἶναι ὁμοῖοι to give way and confess that they are not equal, Hdt.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνωσιμαχέω γνῶσις, μάχομαι zijn eigen mening bestrijden, vandaar terugkomen op zijn mening (dat), toegeven (dat niet): met μή en inf.:; γνωσιμαχέετε μὴ εἶναι ὅμοιοι ἡμῖν u moet toegeven dat u niet gelijk bent aan ons Hdt. 8.29.1; abs.. χρὴ γνωσιμαχεῖν σὴν ἡλικίαν op jouw leeftijd moet je tot beter inzicht komen Eur. Hcld. 706; κἂν μὴ φῇ... μηδ ’ εὐθὺς γνωσιμαχήσῃ en als je weigert en niet meteen op je mening terugkomt Aristoph. Av. 555.