ἐλαφρία

From LSJ
Revision as of 17:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαφρία Medium diacritics: ἐλαφρία Low diacritics: ελαφρία Capitals: ΕΛΑΦΡΙΑ
Transliteration A: elaphría Transliteration B: elaphria Transliteration C: elafria Beta Code: e)lafri/a

English (LSJ)

ἡ,    A lightness: levity, 2 Ep.Cor.1.17.    II alleviation, Aret.CD2.2.    III = ὀλιγότης, Suid.

German (Pape)

[Seite 792] ἡ, Leichtigkeit, – a) vom Gewicht, übertr., τοῦ ἄχθεος Aret. – b) der Gesinnung, Leichtsinn, N. T.; vgl. Schol. Ar. Av. 295. – c) Geringfügigkeit, ὀλιγότης, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφρία: ἡ, ἐλαφρότης, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. α΄, 17· «ἐλαφρία· μωρία» Ἡσύχ. ΙΙ. ἀνακούφισις, «ἐλάφρωμα», Ἀρεταῖος Χρον. Νούσ. Θεραπευτικ. 2. 2. ΙΙΙ. «ὀλιγότης», Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 légèreté, particul. légèreté d’esprit ou de caractère, frivolité;
2 allègement.
Étymologie: ἐλαφρός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Aret.CD 2.2.1
1 alivio físico τοῦ ἄχθεος Aret.l.c.
alivio, consuelo de tipo espiritual ICil.36.10 (Tarso VI d.C.).
2 ligereza, frivolidad del comportamiento τῇ ἐλαφρίᾳ χρῆσθαι 2Ep.Cor.1.17, ἤθους ἐ. Basil.M.31.1024A, ἀπὸ ἐλαφρίας con ligereza Mac.Aeg.Hom.27.8, cf. Sud., Zonar.

English (Strong)

from ἐλαφρός; levity (figuratively), i.e. fickleness: lightness.

Greek Monolingual

ἐλαφρία, η (AM)
ελαφρότητα, επιπολαιότητα
μσν.
περιορισμένη, μικρή ποσότητα
αρχ.
ανακούφιση.

Greek Monotonic

ἐλαφρία: ἡ, ελαφρότητα, έλλειψη σοβαρότητας, μωρία, ανοησία, ελαφρομυαλιά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐλαφρία: ἡ досл. легкость, перен. легкомыслие NT.

Middle Liddell

ἐλαφρία, ἡ,
lightness: levity, NTest. [from ἐλαφρός

Chinese

原文音譯:™lafr⋯a 誒拉弗里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:輕(的)
字義溯源:輕浮,輕忽,輕,不專一,反復不定;源自(ἐλαφρός)*=輕的)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 輕忽(1) 林後1:17