ἐξανδραποδίζω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
A reduce to utter slavery, Ἀθήνας Hdt.6.94, cf. X. HG2.1.15:—mostly in Med. ἐξανδρᾰποδ-ίζομαι, τοὺς Τεγεήτας Hdt.1.66, cf. And.4.22, X.HG2.2.16, etc.; τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσατο τοὺς βίους confiscate the substance of the deceased, Plb.32.5.11.—The Att. fut. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ion. ἐξανδραποδιεῦμαι, which is mostly trans. (as in Hdt.1.66), takes a pass. sense in Id.6.9: so aor. 1 ἐξηνδραποδίσθην ib.108, D.50.4: pf. part. ἐξηνδραποδισμένος Plu.Ant.3, Luc.Cal.19.
German (Pape)
[Seite 868] in Knechtschaft bringen, unterjochen; Ἀθήνας Her. 6, 94; Xen. Hell. 2, 1, 15; häufiger im med., sich unterjochen, zu Sklaven machen, Her. 1, 66 u. oft; Xen. Hell. 2, 2, 16; Plat. Legg. III, 698 c u. Redner; allgemein, rauben, τοὺς βίους τῶν τεθνεώτων Pol. 32, 21, 11; – das fut. ἐξανδραποδιοῦμαι, sonst act., z. B. Her. 1, 66, steht in passiver Bdtg, 6, 99.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανδραποδίζω: Ἡρόδ. 6. 94, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 15, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐξανδραποδίζομαι, Ἡρόδ., κλ. Ἀνδραποδίζω ἐντελῶς, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 94· τοὺς Τεγεήτας ὁ αὐτ. 1. 66, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἀνδοκ. 32. 6, Ξεν. κλ.· τῶν τεθνεώτων ἐξανδ. τοὺς βίους, δημεύειν τὰς περιουσίας τῶν ἀποθανόντων, Πολύβ. 32. 21, 11: - πρβλ. ἀνδραποδίζω. Ὁ Ἀττ. μέλλ. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, ὅστις κατὰ τὸ πλεῖστον εἶναι μεταβατ. (ὡς ἐν Ἡροδ. 1. 66) λαμβάνει παθ. σημ. ἐν 6. 9: οὕτως ἀόρ. α΄ ἐξηνδραποδίσθην αὐτόθι 108, Δημ. 1207. 18· μετοχ. πρκμ. ἐξηνδραποδισμένος Λουκ. π. Διαβολ. 19.
French (Bailly abrégé)
réduire en servitude, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀνδραποδίζω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. contr. -ιῶ Lib.Decl.13.1.41, Thdt.Qu.in Id.7 (p.293), Procop.Aed.4.1.34, pero -ίσω Thdt.M.81.1069B, med. jón. -ιεῦμαι Hdt.6.9]
1 c. ac. de ciu. y pers. esclavizar Ἀθήνας Hdt.6.94, πόλεις I.AI 14.275, cf. X.HG 2.1.15, en v. pas. ἑσσωθέντες τῇ μάχῃ ἐξανδραποδιεῦνται Hdt.6.9, Τῆνος ... ὑπ' Ἀλεξάνδρου ἐξηνδραποδίσθη D.50.4, cf. Isoc.14.32, πόλιν ... ἐξανδραποδισθεῖσαν IOropos 307.21 (II a.C.)
•en v. med. mismo sent. ἐξανδραποιούμενοι τοὺς Τεγεήτας Hdt.1.66, τύραννοι ... πόλεις χρημάτων ἕνεκα ἐξανδραποδίζονται X.Smp.4.36, cf. Plb.9.39.2, Polyaen.5.15.1, Ἀμισὸν ... ἐξηνδραπόδιστο App.BC 2.91
•fig. hacer esclavo, someter Ἄρειος ... ἐξηνδραπόδιζεν ὅσους ἴσχυεν Thdt.HE 1.2.11, ψυχάς Thdt.Qu.in Id.7 (p.293)
•en v. med. mismo sent. δαίμονες πονηροὶ τὰς ψυχὰς ... ἐξηνδραποδίζοντο Eus.Is.61.8, c. dat. instrum. πᾶν τὸ θνητὸν γένος μηχαναῖς πολυθέου κακίας ἐξηνδραποδίζοντο Eus.LC 7 (p.212).
2 c. ac. de cosa, en v. med. confiscar, apoderarse de τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσατο τοὺς βίους confiscó la propiedad de los que habían muerto Plb.32.5.11.
Greek Monolingual
(Α ἐξανδραποδίζω) ανδραποδίζω
(για ανθρ. ή πολιτείες) κάνω κάποιον ανδράποδο, υποδουλώνω, υποτάσσω («ἀπέπεμπε ἐξανδραποδίσαντας Ἀθήνας», Ηρόδ.)
αρχ.
αρπάζω, σφετερίζομαι, δημεύω («καὶ πάντων τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς βίους», Πολ.).
Greek Monotonic
ἐξανδρᾰποδίζω: και στη Μέσ. ἐξανδραποδίζομαι, σε μέλ. Αττ. -ιοῦμαι,
I. οδηγώ σε απόλυτη σκλαβιά, υποδουλώνω, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
II. επίσης ως Παθ., σε Ηρόδ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανδρᾰποδίζω:
1) преимущ. med. обращать в рабство, порабощать (πόλιν Her., Xen., Arst., Plut.; τινά Her., Plat., Plut.); pass. быть обращаемым в рабство Her., Dem., Luc., Plut.;
2) med. захватывать, грабить (πάντων τῶν τεθνεώτων τοὺς βίους Polyb.).
Middle Liddell
Mid. ἐξανδραποδίζομαι fut. attic -ιοῦμαι
I. to reduce to utter slavery, Hdt., Xen., etc.
II. also as Pass., Hdt., Dem.