αδάμας

From LSJ
Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monolingual

(-αντος), ο
ἀδάμας)
κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)
νεοελλ.
1. λαμπρός, καθαρός, πολύτιμος
2. (για ανθρώπινους χαρακτήρες) λαμπρός, αγνός, ακέραιος, ενάρετος, ηθικός, άκαμπτος
3. αυτός που ξεχωρίζει, όπως από τους λίθους το διαμάντι
αρχ.
1. (αρχικά στον Ησίοδο ως επίθ.
στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) αδάμαστος
2. ως ουσ. το σκληρότερο από τα μέταλλα, πιθανότατα ο χάλυβας
3. σταθερός, ακλόνητος, στέρεος
4. αναπόφευκτος, μοιραίος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < δαμῶ (= δαμάζω).
ΠΑΡ. ἀδαμάντινος
μσν.
ἀδαμάντιος
νεοελλ.
αδαμαντίζω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀδαμαντόδετος, ἀδαμαντοπέδιλος
νεοελλ.
αδαμαντοδέτης, αδαμαντοειδής, αδαμαντοθήρας, αδαμαντοκόλλητος, αδαμαντόκονις, αδαμαντοκοσμώ, αδαμαντοποίκιλτος, αδαμαντοπώλης, αδαμαντόστικτος, αδαμαντοστόλιστος, αδαμαντουργός, αδαμαντοφόρος, αδαμαντωρύχος].