μουσική

From LSJ
Revision as of 17:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσῐκή Medium diacritics: μουσική Low diacritics: μουσική Capitals: ΜΟΥΣΙΚΗ
Transliteration A: mousikḗ Transliteration B: mousikē Transliteration C: mousiki Beta Code: mousikh/

English (LSJ)

(sc. τέχνη), ἡ, A any art over which the Muses presided, esp. poetry sung to music, Pi.O.1.15, Hdt.6.129; μουσικῆς ἀγών Th.3.104, cf. IG12.84.16, etc.; ποίησις ἡ κατὰ μουσικήν Pl.Smp.196e, cf. 205c; τίς ἡ τέχνη, ἧς τὸ κιθαρίζειν καὶ τὸ ᾄδειν καὶ τὸ ἐμβαίνειν ὀρθῶς; Answ. μουσικήν μοι δοκεῖς λέγειν Id.Alc.1.108d. 2 = ἀγὼν μουσικῆς, IG 12(9).189.8 (Eretria, iv B. C.). II generally, art or letters, μουσικῇ καὶ πάσῃ φιλοσοφίᾳ προσχρώμενος Pl.Ti.88c, cf. Phd.61a, Prt.340a; μουσική, γράμματα, γυμναστική, as three branches of education, Id.R.403c, cf. X.Lac.2.1; with γραφική added, Arist.Pol.1337b24; ἐν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ παιδεύειν Pl.Cri.50d: metaph., εὑρὼν ἀκριβῆ μ. ἐν ἀσπίδι E.Supp.906.

Greek (Liddell-Scott)

μουσική: ἡ. Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. δὲν ἐσημειώθη, ὅτι ἡ λέξ. ἐσήμαινε καὶ τὸν λεγόμενον κανόνα ἁρμονικόν, ἤτοι τὸ δεκαπεντάχορδον ὄργανον, ὡς κεῖται παρὰ Νικ. Βρυεννίῳ καὶ ἐν τῷ Ἁγιοπολίτῃ φύλ. 2-3. 20 καὶ ἐν Cod. gr. Monac. ἀρ. 101, φύλ. 284, καθὼς ἐσημειώσατο τὰ χωρία ταῦταἡμέτερος Δωρ. Ἰω. Τζέτζης ἐν τῇ πραγματείᾳ αὐτοῦ Ueber die altgriech. Musik in der griech, Kirche. München, 1874, ἐν σελ. 32. 50. Κουμανούδ. Συναγ. Λεξ. Ἀθησ.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ μουσική)
νεοελλ.
1. η τέχνη του συνδυασμού τών ήχων με τρόπο που να προκαλεί στον ακροατή την αίσθηση της αρμονίας και του ρυθμού («η μουσική εξημερώνει τα ήθη»)
2. μουσικότητα, μελωδικότητα («ο στίχος του έχει μουσική»)
3. η διδασκαλία του μαθήματος της μουσικής («αύριο την τρίτη ώρα έχουμε μουσική»)
4. γραπτή σημειογραφία μουσικών κομματιών
5. ορχήστρα μουσικών οργάνων («στην πλατεία θα παίξει η μουσική του δήμου»)
6. φρ. α) «φωνητική μουσική» — η μουσική που γράφεται μόνο για φωνές, μερικές φορές και για άσμα συνοδείας
β) «οργανική μουσική» ή «ενόργανη μουσική» — η μουσική που εκτελείται μόνο από όργανα, σε αντιδιαστολή προς τη φωνητική
γ) «πολυφωνική μουσική» — η μουσική που γράφεται για πολλές φωνές οι οποίες αποτελούν αρμονικό σύνολο
δ) «θεωρητική μουσική» — η μουσική που ασχολείται με τη θεωρία τών ήχων
ε) «διατονική μουσική» — η μουσική που χρησιμοποιεί μόνο το διατονικό γένος
στ) «κλασική μουσική» — η μουσική που υπάγεται σε κανόνες οι οποίοι έχουν καθοριστεί από παλαιότερους μεγάλους συνθέτες
ζ) «περιγραφική μουσική» — ή «προγραμματική μουσική» — η μουσική με την οποία γίνεται προσπάθεια παράστασης με ήχους ορισμένου ψυχικού ή φυσικού φαινομένου
η) «μουσική δωματίου» — συνθέσεις για σύνολα δύο έως οκτώ οργάνων οι οποίες εκτελούνταν χωρίς μαέστρο και συνήθως σε δωμάτιο ή σε αίθουσα με μικρό ακροατήριο και οι οποίες αποτελούν σήμερα ιδιαίτερο είδος, διατηρώντας το πρώτο χαρακτηριστικό
μσν.
το δεκαπεντάχορδο όργανο
αρχ.
1. κάθε τέχνη που προστατεύεται από τις Μούσες, ιδίως η λυρική ποίηση που ψάλλεται με μέλος
2. (γενικά) κάθε πνευματική επίδοση, η αισθητική αγωγή και μόρφωση, τα γράμματα και οι καλές τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μουσικός (απ' όπου τα αγγλ. music, γαλλ. musique, γερμ. Μusik)].

Greek Monotonic

μουσῐκή: (ενν. τέχνη), ἡ,
I. κάθε τέχνη της οποίας προστάτιδες ήταν οι Μούσες, ιδίως η μουσική ή η λυρική ποίηση, σε Ηρόδ., Αττ.
II. γενικά η τέχνη, γράμματα, μάθηση, σε Ηρόδ., Πλάτ.· οι νεαροί Αθηναίοι διδάσκονταν μουσική, γράμματα, γυμναστική, σε Πλάτ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μουσική: ἡ (sc. τέχνη или ἐπιστήμη)
1) музыкальное искусство, музыка (μ. ἐστι ἡ τέχνη, ἣς τὸ κιθαρίζειν καὶ τὸ ἄδειν καὶ τὸ ἐμβαίνειν ὀρθῶς Plat.);
2) общее образование, духовная культура (μ. καὶ πάση φιλοσοφία Plat.): ἐν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ παιδεύειν Plat. воспитывать духовно и физически;
3) умение, искусство: μ. ἐν ἀσπίδι Eur. умение владеть щитом, т. е. военное искусство.

Middle Liddell

[sc. τέχνη
I. any art over which the Muses presided, esp. music or lyric poetry, Hdt., attic
II. generally, art, letters, accomplishment, Hdt., Plat.; young Athenians were taught μουσική, γράμματα, γυμναστική, Plat., Arist.

English (Woodhouse)

literature, music, refinement, letters

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)