κρυφηδόν
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
Adv., = κρυφῇ (secretly, in secret), opp. ἀμφαδόν, Od. 14.330, cf. QS. 14.60.
German (Pape)
[Seite 1516] = Vorigem, Ggstz von ἀμ φαδόν, Od. 14, 330. 19, 299 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
κρῠφηδόν: Ἐπίρρ. = τῷ προηγ., ἀντίθετ. τῷ ἀμφαδόν, Ὀδ. Ξ. 330., Τ. 299· παρ᾿ Ἡσύχ., κρῠφανδὸν (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. κρυφάνδων), σχηματισθὲν ὡς τὸ ἀναφανδόν.
French (Bailly abrégé)
adv.
en cachette, en secret.
Étymologie: κρύπτω, -δον.
English (Autenrieth)
secretly, Od. 14.330 and Od. 19.299.
Greek Monolingual
κρυφηδόν (AM, Α και κρυφανδόν)
επίρρ. κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφά + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, (πρβλ. βουστροφ-ηδόν, λυσσ-ηδόν)].
Greek Monotonic
κρῠφηδόν: επίρρ. = το προηγ., αντίθ. προς το ἀμφαδόν, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
κρῠφηδόν: adv. Hom. = κρυφῇ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυφηδόν [κρύπτω] adv., in het geheim.
Middle Liddell
= κρῠφῆ, opp. to ἀμφαδόν, Od.]